Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας

__________________________________________________



Ανδρέα Κάλβου,
Ιωαννίδου του Ζακυνθίου

Γενεύη, 1824

Η λύρα
Ωδαί

Ωδή έκτη,
Αι ευχαί

     ιζ΄.

…«όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι.»

Απόσπασμα





Τα εξώφυλλα των βιβλίων του Ανδρέα Κάλβου
Η ΛΥΡΑ, Γενεύη, 1824,
ΛΥΡΙΚΑ, Παρίσι, 1826.




                                                                                 



Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας


__________________________________________________



Χαραλαμπόπουλος Ηλίας


Μετά την καταστροφή

Για τους μεγάλους ηγέτες, ο λαός δεν ξέρει ότι υπάρχουν,
τους μικρότερους ηγέτες, ο λαός τους αγαπά και τους εγκωμιάζει,
τους ακόμα μικρότερους, ο λαός τους φοβάται,
τους ακόμα πιο μικρούς, ο λαός τους μισεί.

Λάο Τσε, Κινέζος φιλόσοφος

Πάει καιρός πια, που ακούμε γύρω μας για καταστροφή. Είτε μελλοντική, αν δεν παρθούν μέτρα, είτε υπαρκτή, λόγω ανέχειας. Μια καταστροφή, με αφορμή τον οικονομικό παράγοντα, την αίσθηση του πλούτου, της αγοραστικής δύναμης που χάνεται, όπως η άμμος μέσα από τη χούφτα, επί της ουσίας όμως, μια καταστροφή που αφορά την απώλεια του οικείου, του γνωστού, φέρνοντας τον ψυχισμό μπροστά στη μεγαλύτερη απειλή: το μέλλον, που εμπεριέχει πάντοτε, συνειδητά ή ασυνείδητα, την πιθανότητα του θανάτου. Τι αποτελεί όμως μια καταστροφή; Στη βιβλιογραφία είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθεί ένας πλήρως αποδεκτός ορισμός. Παρόλα αυτά, ένας ορισμός είναι αναπόφευκτος, εάν θέλουμε να είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε τις καταστροφές και τις συνέπειές τους, τουλάχιστον από την πλευρά της λειτουργίας του ανθρώπινου ψυχισμού.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, «μια καταστροφή αποτελεί μια πολύ σοβαρή ψυχολογική και ψυχοκοινωνική αναταραχή, που υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό, την ικανότητα της επηρεαζόμενης κοινότητας να τη διαχειριστεί».
Συνήθως, χρειάζονται αρκετά πράγματα, ώστε να προκληθεί μια καταστροφή: ένα ασυνήθιστο γεγονός, ικανό να προκαλέσει απώλεια υλικών αγαθών, τον θάνατο προσώπων, την πρόκληση τραυμάτων και πόνου, ή ένα γεγονός, στα πλαίσια του οποίου, η κοινότητα παρουσιάζει έλλειψη επαρκών κοινωνικών δυνατοτήτων, ώστε να αντιδράσει. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη για εξωτερική παρέμβαση και υποστήριξη, σε συναισθήματα απειλής και αβοήθητου, με εντάσεις ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες και άτομα, και στην αποδιοργάνωση των δεσμών οι οποίοι ενώνουν τον πληθυσμό και γεννούν την αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινωνία.
Οι καταστροφές, όμως, δεν επηρεάζουν μόνο ως αίτιο την κοινωνική λειτουργικότητα. Γιατί, ταυτόχρονα, αποτελούν και το συγκεκριμένο αποτέλεσμα σειράς δεδομένων, τα οποία προκύπτουν από μια κοινωνία που είναι ευάλωτη. Κι αυτό το αποτέλεσμα γίνεται ελάχιστα αντιληπτό, μέχρι τη στιγμή της καταστροφής. Πρακτικά, η καταστροφή δεν αποτελεί τίποτε άλλο, παρά την αποκάλυψη μιας σειράς προηγούμενων αποτυχιών.
Οι καταστροφές, ιστορικά, αποτελούν πάντοτε μια βολική ευκαιρία για να καταδειχθούν διάφοροι υπεύθυνοι ως αποδοπομπιαίοι τράγοι, αλλά και να γίνουν συνεχείς προσπάθειες, να φορτωθεί το βάρος της ενοχής σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή ομάδες. Όμως, η εύρεση ενός αποδοπομπιαίου τράγου, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια προσπάθεια εύρεσης και απόδοσης ευθυνών. Αντίθετα, αποτελεί μια προσπάθεια αποφυγής εύρεσης και απόδοσης ευθυνών. Έτσι, όποτε λειτουργεί αυτός ο ψυχικός μηχανισμός –ένας μηχανισμός άρνησης–, η ουσιαστική ευθύνη αποφεύγεται, δεν καταδεικνύεται. Με άλλα λόγια, είναι πάντα πιο εύκολο να φταίει κάποιος άλλος, και όχι εμείς.
Το χειρότερο, ψυχικά, που μπορεί να συμβεί σε μια καταστροφή, είναι η θυματοποίηση αυτών που την υπέστησαν. Το «θύμα», εννοιολογικά, αποτελεί ένα πρόσωπο που μένει παγιδευμένο από την εξωτερική συνθήκη, πετρωμένο στην κυριολεξία, στην ίδια θέση, χωρίς δυνατότητα κίνησης. Κάτι, που το μετατρέπει, από ένα άτομο με υποκειμενικότητα, σε ένα αντικείμενο μιας κοινωνικής πραγματικότητας.
Είναι φανερό ότι, στις μέρες μας, ο ελληνικός λαός υφίσταται μια ψυχοκοινωνική καταστροφή, με αφορμή την οικονομική κρίση. Πρόκειται για την ουσιαστική αδυναμία της κοινωνίας μας να διαχειριστεί αυτό που της συνέβη, στον βαθμό που επιμένει να αρνείται τις ευθύνες της. Ο πιο δύσκολος δρόμος, που οφείλουμε να διανύσουμε, σηματοδοτείται ψυχικά, από δύο παραμέτρους. Την προσπάθεια αποφυγής δημιουργίας αποδοπομπιαίων τράγων, δηλαδή την ανάληψη του μέρους της ευθύνης, η οποία μας αναλογεί, καθώς και την προσπάθεια αποφυγής της θυματοποίησης, που θα μας οδηγήσει στην απώλεια της όποιας δυνατότητάς μας για επανόρθωση. Δεν είναι εύκολο· από την άλλη, είναι ίσως η μόνη μας δυνατότητα για αντίδραση. Ο πιο σύντομος δρόμος για τον ψυχισμό μας, είναι να κατηγορήσουμε κάποιον, ως απόλυτα υπεύθυνο για το κακό, και να τον εξοστρακίσουμε. Να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας ως ανίδεα θύματα, που τους έτυχε μια συμφορά. Και να προστρέξουμε για βοήθεια σε ένα τρίτο πρόσωπο, που αυτομάτως θα βαφτίσουμε ως καλό, με την ελπίδα πως αυτό θα μας βγάλει από την άτυχη θέση.
Όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, το κακό βρίσκεται μέσα μας, και μόνο αν το αντιμετωπίσουμε, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, έχουμε πιθανότητα να περάσουμε στο μονοπάτι της δημιουργίας – ανάπτυξης. Αλλιώς, όσα μέτρα και αν ληφθούν, τίποτε δεν θα αλλάξει.





Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Το Σημειωματάριο της Πανδώρας




___________________________________________________


Ματθαίος Μουντές

Η ανεπάρκεια του σώματος

η βίαιη αντίδραση αυτή
θα σταθεροποιήσει για το μέλλον
μια ζωντανή αγιότητα
καθαρισμένη από τα μιάσματα
των εναρέτων
που με τα ψαλίδια τους
κουτσουρεύουν τη ζωή
όπως οι κηποτεχνικοί
που νομίζουν πως ο Θεός
δεν ξέρει πώς πρέπει
να είναι ένα δένδρο
μονάχα εκείνοι ξέρουν
και του δίνουν
το σχήμα του ποτηριού
οι μαλάκες.
(Απόσπασμα)

Ματθαίος Μουντές, Τα αντίποινα, β΄ έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1993.

***


Γιώργος Σταμούλης

Μικρό σχόλιο πάνω στην αλήθεια της Ποίησης


Aν ένα από τα ζητούμενα στην ποίηση είναι η μετάγγιση ή η διακήρυξη του είναι του ποιητή, στην ψυχή και στο μυαλό του αναγνώστη, τότε είναι προφανές ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο στην περίπτωση που τα ποιητικά εργαλεία, στα χέρια του δημιουργού, αγγίξουν πολύ υψηλά επίπεδα χρήσης. Και φυσικά, ως τέτοια εργαλεία εννοούμε τις λέξεις και τη φόρμα τους, τα οποία καλούνται να γίνουν οι αγωγοί αυτής της επιθυμίας, μεταποιώντας σκέψεις και συναισθήματα σε εξομολογήσεις, εκμυστηρεύσεις, μηνύματα, προτροπές –αισθητικές, εν τέλει, απολαύσεις.
Τόσο ο ποιητής όσο και ο αναγνώστης έχουν πάντα στο μυαλό τους την εποχή στην οποία πραγματοποιείται αυτό το πνευματικό πάρε-δώσε. Εννοώ, ότι καμία ποιητική σύνθεση δεν είναι αποτελεσματική, όταν στερείται του επικαιροποιημένου ή του διαχρονικού στοιχείου, το οποίο θα αιτιολογεί την ύπαρξή της. Αλλά, και την αναγκαιότητα να διαχυθεί έξω και πέρα από τον ποιητή, άλλως, το ποιητικό προϊόν γίνεται αποστειρωμένο και ακίνδυνο πρόσφορο, γίνεται μεταλλαγμένη πνευματική διαδικασία που δεν αντέχει στο χρόνο και στην κριτική. Πότε, όμως, έχουμε αυτήν την άριστη συνθήκη; Νομίζω ότι η απάντηση είναι απλή: Ο ποιητής και ο αναγνώστης οφείλουν να γράψουν και να διαβάσουν έχοντας απόλυτη συνείδηση ότι αυτές οι δύο διαδικασίες αποτελούν προϋποθέσεις ύπαρξης (ενταγμένης σε πραγματικό χρόνο και χώρο) κι όχι συναισθηματική εκτόνωση, απλό γέμισμα-χάσιμο χρόνου, ναρκισσευτική αυτοαναφορά, επιδίωξη κοινωνικής αποδοχής. Τότε και μόνον τότε, η ποίηση και η ανάγνωση λειτουργούν ως συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης προοπτικής και νομιμοποιούν την πρωτοκαθεδρία της ανθρώπινης σκέψης στο φυσικό κόσμο. Τότε και μόνον τότε μπορεί να γίνει αποτελεσματικό το περιεχόμενο μιας ποιητικής εικόνας, όπως το ποίημα του Ματθαίου Μουντέ.