Α φ ι έ ρ ω μ α

________________________________________________
Πανδώρα, τεύχος 24
_________________________________________________________________________________________________________________________________________________




Αντώνης Ζέρβας


Ωδές και Σχόλια

 


Θα μετανιώσεις...[1]

     Δεν ευτύχησα να ταξιδέψω στη Ν.Υ. στο Λος Άντζελες ή στο Σαν Φραντσίσκο όπου σαρκώθηκε ο νέος άνθρωπος, αυτό που αργά ή γρήγορα θα πρέπει όλοι να ενσαρκωθούμε, με το γλυκό ή το στανιό.
     Δεν ευδόκησα να μπω σε υπερατλαντικό αεροσκάφος και ίσως είμαι ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος που τελικώς δεν πάτησε το πόδι σ’ ένα πανεπιστήμιο των Ηνωμένων Πολιτειών.
     «Θα μετανιώσεις, μου λεγαν, θα μετανιώσεις».
Άλλωστε ήμουν και είμαι καπνιστής. Και επιπλέον, ένας από τους παθιασμένους αναγνώστες των ποιητών της Βόρειας Αμερικής.
     «Θα μετανιώσεις, μου ‘λεγαν, θα μετανιώσεις».

     Για χίλια πράγματα έχω μετανοήσει στη ζωή μου, και όσο ζω, νομίζω πως θα μετανιώνω. Δεν κρύβω πως θα ‘θελα να είμαι πλούσιος, με κότερο και έπαυλη, σαν τους συμμαθητές μου που υποτιμούσα, γιατί εδραίωναν το παν στον Λένιν και τον Μαρξ.
     «Δεν γίνεσαι κομμουνιστής; Θα μετανιώσεις, μου ‘λεγαν, θα μετανιώσεις».

     Ναι, θα ‘θελα κι εγώ ν’ ασκώ επιρροή, να είμαι κάποιος, είχα ταλέντο και προσόντα, μόνο δεν τα κατάφερνα με τα πλακάκια της πολιτικής. Δεν καταλάβαινα τον εαυτό εκτός πολεμικής αξίας και προορισμού. Δεν τα ‘βρισκα με τις χριστιανικές ομάδες, τους γελαστούς αγγέλους του κατηχητικού κι αδιαφορούσα πλήρως για  τις τεχνολογίες και τα μεγάλα σάλτα της πληροφορικής. Οι μόνοι που με γοητεύαν, εκτός των αοιδών, των συγγραφέων και των μοναχών, ήταν οι ένοπλοι αντάρτες, κι ας ήταν όλοι μαρξιστές!
     «Θα μετανιώσεις, μου ‘λεγαν, θα μετανιώσεις».

     Για όλα μετανιώνω,
για το υπαλληλίκι στη γραφειοκρατία της βολής,
για την ακτημοσύνη στο όνομα της φήμης,
για τη μεγάλη ιδέα ενός εαυτού αντάξιου των πρώτων της φυλής,
για την αποτυχία ως προϋπόθεση μεγαλοσύνης,
για την αδυναμία στο σύμπαν της στρατηγικής.

Μα πάνω απ’ όλα μετανιώνω για κείνη τη μικρή,
μόλις 13 κι εγώ 45,
μ’ όλο το κάλλος της Άπω Ανατολής,
με τη λεπτότητα της χρυσαυγής
όταν σ’ αγγίζει χωρίς να σε βαραίνει
και σε δροσίζει μ’ όλο που αχνίζει
μια πορσελάνη άυπνου, καθώς χαράζει
μπροστά στην έπαυλη του παλαιού συμμαθητή
όπου ο Λένιν και ο Μαρξ είναι το κότερο φουνταρισμένο στον κολπίσκο
σαν μια προκήρυξη φρεκογραμμένη
μες στη σιγή του αδάμαστου λαού.
     «Θα μετανιώσεις, μου ‘λεγαν, θα μετανιώσεις».

     Μετανιώνω που φοβήθηκα, δεν ήμουν προετοιμασμένος για τίποτα εκτός φιλολογίας.
     Μετανιώνω που δεν την άφησα να γείρει και να βασιλέψει πάνω μου,
     άξεστος κι άπιστος μπροστά στο πανικό της κάλεσμα το θείο,
κι ας ξανοιγόταν μπρος μου ζώφυτη ολόκληρη η μυθολογία που έψαχνα γονατιστός ανάμεσα στα κεντημένα άνθη μιας ποδιάς.
     Μετανιώνω που αντί για το πραγματικό και την αρχαίαν αμεσότητα, παρέμεινα ένας καντιανός με το στραβό πλατωνικό του μάτι.
     Είχε σιμώσει και περίμενε, αμίλητη σ’ όλο το τρίωρο ταξίδι, όσο που βγήκε κι έφυγε χωρίς καν να χαιρετήσει.
     «Θα μετανιώσεις, σήμαινε, θα μετανιώσεις».

     Δεν πέταξα ποτέ στις πόλεις των ΗΠΑ όπου σαρκώθηκε η νέα αλήθεια και όλοι οφείλουν να συσχηματισθούν μετά θελήματος ή μαρτυρίου, όπως η Ρώμη θα σχημάτιζε τον νέον άνθρωπο που δεν φαντάσθηκαν ποτέ τους οι          Αρχαίοι
     «Θα μετανιώσεις, μου ‘λεγαν, θα μετανιώσεις».

     Και μετανιώνω για όσες φορές, αντί της αμεσότητας που κάνει τη ζωή αλήθεια, προέκρινα τη σύνεση, τη λογική, τουτέστι τον κόσμο της αναβολής και της συσσώρευσης,
     τον κόσμο που δικαίως αποστρέφεται το θαύμα.

     Μη μου μιλάτε για σκοπούς και κατοικήσιμα άστρα
     για τη λαμπρότητα της μέλλουσας ζωής στο επιχειρηματικό μας σύμπαν.
     Είμαι κι εγώ σαν τους αρχαίους που σκάσανε στα γέλια,
     και τι γέλια, σαν άκουσαν πως ήλθε ο αληθινός Θεός,

«Θα μετανιώσεις, μου ‘λεγαν, θα μετανιώσεις».



Ποιητικός βίος

Σαν ήταν νέος, τον επαινούσαν πολλοί σπουδαίοι άνδρες της εποχής του.
Σαν ωρίμασε, τον επαινούσαν οι μέτριοι και οι συγκαταβατικοί. 
Μετά την κηδεία του, όλοι κάθισαν να φάνε
και ορισμένοι, παραδόξως, έκαναν τον σταυρό τους.

Θυμήθηκαν και έλεγαν:

Όταν είχε αρχίσει πια να κατανοεί τη θεία λειτουργία λέξη προς λέξη,
ένοιωσε πως είχε χάσει πια την πίστη του.

Από τ’ άσβεστο μένος του προς τους Εβραίους,
ήθελε να ' ναι Εβραίος.

Παραπονιόταν πως σαν αρθρογραφούσε, κανείς δεν έλεγε τίποτα.
Σαν έπαψε ν’ αρθρογραφεί, όλοι τον ρωτούσαν πότε θα μπει το νέο του άρθρο.

Νέος κι επηρμένος, δήλωνε ότι δεν διάβαζε βιβλία που είχαν γραφεί
μετά το 1970. 
Στα πενήντα του, διάβαζε μόνο ό,τι είχε γραφεί μεταξύ ΄60 και ΄70
για να καταλάβει πώς ήταν νέος. 

Πίστευε ότι η ύπάρξη ήταν στη διάκρισή του,
κι έμεινε αδιάκριτος μέχρι τέλους. 

«Τον έχουν υπερεκτιμήσει» έλεγε, όταν ξανάβγαινε στη μόδα ένας κλασσικός.
«Υπερεκτιμήσαμε τη λογοτεχνία και τώρα δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε».

Όταν επαινούσαν κάποιον που δεν του άρεσε, έπαιρνε το ύφος υψηλής
αδιαφορίας:
«Ένα αδιάβαστο βιβλίο, είναι ένα βιβλίο που δεν υπάρχει.»
΄Η πάλι: «Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς γράφει: Ό,τι δεν αγαπάμε, δεν υπάρχει.» 

Άλλη προσφιλής του φράση: Τα φυλακισμένα ερωτήματα στασιάζουν.

Μια μέρα, στον υπαινιγμό για τη βαρβατίλα που ανέδινε, είχε απαντήσει:
«Πριν από τον Καρτέσιο, δεν μπορούσες να είσαι ακάθαρτος ή ανήθικος και να γνωρίζεις την αλήθεια.»
«Τα λόγια μας φανερώνουν ό,τι κρύβουν οι πράξεις μας.»

Αν κι αδιάκριτος, πολύ του άρεσε να κάνει διακρίσεις.
Μια φορά είπε: Οι ενάρετοι δεν βλέπουν ενύπνια, μόνο όνειρα.

Άλλαζε δε τα ονόματα των συνομιλητών του, αποκαλώντας 
Δυσάγγελο τον Ευάγγελο, Αντύπα τον Αντώνη, Κόνη τον Νίκο, Αγροδίαιτο τον Γιώργο και ούτω καθεξής.

Ζούσε χωρίς να ξέρει τα ονόματα δρόμων, τόπων ή καταστημάτων.  Συχνά, το πρόσωπό του πρόδιδε μια κατάσταση διαρκούς εκστάσεως χωρίς περιεχόμενο. Και θα ‘λεγες πως κατοικούσε στον Παράδεισο, αν δεν τον είχες συναντήσει να περιφέρεται στους δρόμους όπου είναι οι βιτρίνες με τα κορίτσια.

Μια φορά τον άκουσαν να φιλοσοφεί, μεγαλοφώνως, προφέροντας με καυστικότητα:
«Εντιμότητα από συμφέρον, αρετή από μικροψυχία, πίστη από συνήθεια.
Αλλά μία η οδός και εις τον τάφον φέρει.»

Φαίνεται να είχε συμφιλιωθεί με τον θάνατο σαν τον ποιητή Ανδρέα Κάλβο
Και σαν τον Ανδρέα Κάλβο έπαψε να γράφει ποιήματα.

Είχε περάσει η ώρα. Σηκωθήκαμε κι  αλληλοασπασθήκαμε θερμά, όπως συνήθως.



Η γραφειοκρατία...

Η γραφειοκρατία μπήκε μέσα στο αίμα μου
Το αίμα μου αρρώστησε κι αδειάζει.
Λυσσάω νοιώθοντας να τρέχει μέσα μου
το άδειο αίμα της γραφειοκρατίας,
Εγώ που λάτρεψα τον ταύρο και το μαύρο αίμα του,
σκυλιάζω πού σαν τα’ αδέσποτο σκυλί,
σκύβω και γλείφω το άδειο αίμα της γραφειοκρατίας.

΄Ω ασβεστωμένοι τοίχοι, παραθάλασσα και φρέσκοι ουρανοί
στον πάτο της οθόνης μου !

Είχα αυτιά και μάτια και το μαύρο αίμα μου
ένοιωθε πότε περνάει ο Βάκχος κι η πομπή του,
έτρεχα και προσκυνούσα

Χωρίς αυτιά και μάτια,
με τ’ άδειο αίμα  της γραφειοκρατίας
καταγής,
μέσα στο χιόνι της οθόνης.



Τοπίο


Ποια ελαφρά οστά, ποιο λείο δέρμα
και Ποια φωνή μας έλεγαν:
«Κάντε με ό,τι θέλετε, είμαι η υπακοή σας»,
ενώ το βλέμμα μας ακολουθούσε το σκαυτό αυλάκι
που κατεβαίνει απ’ τον σβέρκο
και διασχίζοντας την πλάτη,
πάει και χάνεται μες στον πισινό της ;



Η σιωπή

Βάλανε τη σιωπή να με πνίξει

Κι αυτή μ’ αγάπησε.

Κάθεται στα πόδια μου κι απαριθμεί
Με πόσους και πόσους πλάγιασε

Κι ακούω τα ονόματα
Που ανέκαθεν τιμούσα και σεβόμουν.


_____________
[1] Πρωτοδημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Αυγή, της 17ης Σεπτεμβρίου 2006.






Περικλής Τσελίκης

Μικρή μελέτη στην ποίηση του Αντώνη Ζέρβα

Αντώνης Ζέρβας: Μεγάλες και Μικρές Διάρκειες, ποιήματα, Ίνδικτος, Αθήνα 2002, και Ο Βιβλίσκος, το Μηδέν και η Ταβανίς, ποιήματα, Ίνδικτος, Αθήνα 2003.

Ο Αντώνης Ζέρβας (εφεξής Α. Ζ.) θητεύει στη γραφή με τρεις ιδιότητες, του ποιητή, του δοκιμιογράφου και του μεταφραστή. Στην ποίηση εμφανίστηκε ήδη από το 1972, οπότε, σε ηλικία μόλις 19 ετών, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος» τη συλλογή του Τετράδιο.
Όσα ακολουθούν, αποτελούν την πρώτη γνωριμία μου με την ξεχωριστή ποίηση του Α. Ζ.
Η συλλογή Μεγάλες και Μικρές Διάρκειες, (εφεξής Μ. Μ. Δ.), χωρίζεται σε τρεις άνισες, ως προς την έκταση, ενότητες. Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τα περισσότερα, 19, ποιήματα, άνισα κι αυτά ως προς τον αριθμό των στίχων, η δεύτερη Επί των θεμελίων, 4 σχετικά ολιγόστιχα και η τρίτη Η Τρύπα, μόνο 3 εκτεταμένα όμως πεζόμορφα ποιήματα με παράδοξα, δηλαδή απροσδόκητα θέματα. Τον όρο «πεζόμορφα ποιήματα» τον χρησιμοποιώ καταχρηστικά, αδόκιμα, γιατί μου φαίνεται πως υποβαθμίζει την υψηλή ποιότητα αυτών των ποιημάτων. Τον χρησιμοποιώ και εδώ και παρακάτω μόνο για πρακτικούς λόγους.
Η δεύτερη συλλογή Ο Βιβλίσκος, το Μηδέν και η Ταβανίς, (εφεξής Β. Μ. Τ.), χωρίζεται και αυτή σε τρεις ενότητες, επίσης άνισες μεταξύ τους ως προς τον αριθμό των ποιημάτων που περιλαμβάνουν. Η πρώτη ενότητα έχει 31 ποιήματα, η δεύτερη με τίτλο Παραλειπόμενα 5, η τρίτη Τελεταί δωματίου 7 και ένα ποίημα μόνο του, τελευταίο, με τίτλο Στο σινεμά (Αυστηρώς ακατάλληλον).
Πολλά ποιήματα είναι αφηγηματικά, σύνθετα, με θέματα που δεν εξαντλούνται σε λίγους στίχους, άλλα πάλι είναι βραχείας πνοής, δηλαδή ολιγόστιχα. Όλα όμως έχουν να πουν κάτι σημαντικό, να προβάλουν κάτι που διεγείρει τις νοητικές δυνάμεις του αναγνώστη και τον αναγκάζουν να προβληματιστεί πάνω στις απόψεις, τις ιδέες, τα ζητήματα που θέτουν. Και δεν διεγείρουν μόνο το νοητικό αλλά και το συναισθηματικό μέρος και συγκινούν και τέρπουν τον αναγνώστη με την ποιότητά τους.
Δεν είναι εύκολη η ποίηση του Α. Ζ. Τα περισσότερα ποιήματα θέλουν ιδιαίτερη, προσεκτική ανάγνωση. Για να φτάσεις στην πλήρη αποκάλυψη του νοήματός τους, απαιτούνται κάποια εφόδια, ένας εξοπλισμός που θα σου δώσουν τα κλειδιά για να μπεις στον κόσμο τους. Ευαισθησία, και αισθαντικότητα είναι απαραίτητες για να νιώσεις την αισθητική ικανοποίηση, την εσωτερική ευφορία και πληρότητα που μπορεί να σου δώσει αυτή η έξοχη ποίηση.
Σε μερικά ποιήματα, όπως π.χ. στο ποίημα Ο λόγος συλλέγει, σ. 31 της συλλογής Β. Μ. Τ. έχουμε τρία μέρη που δεν συνδέονται φανερά, που περιγράφουν διαφορετικές καταστάσεις, ανεξάρτητες η μία από την άλλη σαν να ’ναι ψηφίδες μεμονωμένες κάποιου αόρατου ψηφιδωτού. Τότε πρέπει η νόηση του αναγνώστη να βρει τις γέφυρες, που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονται, οι οποίες συνδέουν αυτά τα τρία μέρη και σαν αναξαγόρειος νους, τρόπον τινά, να τα «διακοσμήσει», να τα βάλει σε μια τάξη, να τα συνδέσει ώστε να αποτελέσουν το ψηφιδωτό, ένα δηλαδή ενιαίο όλον.
Και τέτοιες δυσκολίες υπάρχουν, καθώς στη γραφή έχουμε τη συνειδησιακή ροή, και άλλες, όπως στο ποίημα Παραμονή πρωτομαγιάς σ. 71, της συλλογής Μ. Μ. Δ, στο οποίο αναφέρεται «Ένας κύριος κάτω των πενήντα με τον σκύλο του (που) έ/κανε την καθιερωμένη βόλτα», σαν ο κύριος αυτός να είναι ένα πρόσωπο άσχετο με το ποιητικό υποκείμενο. Και μάλιστα ο αφηγητής εξωδιηγητικός με εξωτερική εστίαση, λέει «Τον είχα παρατηρήσει στις 11 μ.μ., περιμένοντας στο/αυτοκίνητο» να κάνει ο κύριος αυτός με τον σκύλο του βόλτα γύρω από το τετράγωνο του σπιτιού του μέχρι το πρωί και επιλέγει πάλι ο αφηγητής «…ο κύριος μάς προσπέρασε, χωρίς ν’ αντι/λαμβάνεται πως τον κοιτούσαμε», σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο τώρα. Αίφνης η αφήγηση διαφοροποιείται, γυρίζει σε πρώτο ενικό πρόσωπο, τώρα ο αφηγητής γίνεται εσωδιηγητικός, δραματοποιημένος με εσωτερική εστίαση «…Πέρασα το λουρί στο περι/λαίμιο κι άνοιξα την πόρτα». Μπαίνει δηλαδή ο αφηγητής ο εσωδιηγητικός, στο σπίτι, δηλαδή στο δικό του σπίτι. Έχουμε εδώ ταύτιση των δύο προσώπων; Ο αφηγητής έβλεπε τον εαυτό του σαν ένα άλλο πρόσωπο; Σαν να ήταν διχασμένη προσωπικότητα; Αλλά και «…Στην κρεβατοκάμαρα, (μας λέει στη συνέχεια), η γυ/ναίκα μου κοιμόταν με την πλάτη γυρισμένη στη Νίκη. /Τις φίλησα, γδύθηκα και χώθηκα πλάι της. Ο σκύλος κου/λουριάστηκε στο καλάθι του. Οι γλουτοί της Νίκης ήταν/καυτοί και λείοι. Με τα πολλά, έχυσα πάνω τους κι απο/κοιμήθηκα».
Ο αναγνώστης ίσως να μπερδευτεί πάλι κι εδώ. Δύο γυναίκες ήταν στο κρεβάτι; θα αναρωτηθεί και θα μπερδευτεί, όπως έχει μπερδευτεί και με τους αφηγητές, οι οποίοι όμως στην πραγματικότητα είναι ένας, ο ίδιος ο ποιητής. Έχουμε δηλαδή μια μεταμφίεση του ποιητή-αφηγητή που χρησιμοποιεί μια από τις περσόνες του. Όμως τέτοιες αοριστίες έχουν τη γοητεία τους και αποτελούν την εγερτική δύναμη του διαφέροντος.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής Μ. Μ. Δ. με τον τίτλο Ο Αυθόνιος στην Οστάνδη έχουμε τρία πρόσωπα που διαλέγονται. «Έκανα, όπως μου συνέστησες», είπε στη γυναίκα/του». Και διηγείται τι έκανε στην πόλη που πήγε. «Δεν είσαι, υποχρεωμένος να μου πεις πού πήγες», /απάντησε η γυναίκα του». «Έκανα, όπως μου συνέστησες», είπε (πάλι ο άντρας τώρα) στην παρηγο/ρητική του φίλη. Τηλεφώνησα της γυναίκας μου. Φάγαμε/ στου Θαλασσόλυκου…/. Ζητήσαμε μια κάμαρα. Μας δώσανε το 6, στον πρώτον/όροφο». ...Πάντα σου έλεγα ότι περνάς καλύτερα με τη γυναίκα/σου», απάντησε η παρηγορητική του φίλη. Αφού μαζί της/κάνεις ακριβώς ό,τι και μαζί μου, τι χρειάζομαι για το Θεό;»
Ο αναγνώστης ίσως θα διερωτηθεί πάλι με ποια γυναίκα έφαγε και κοιμήθηκε ο άντρας, με την γυναίκα του ή με τη φίλη του;
Σ’ αυτό το ποίημα έχουμε και μια coda. Προσθέτει ο αφηγητής στο τέλος: «Σχόλιο φίλου θεολόγου: …Σχόλιο του αναλυτή της: …Σχόλιο αγνώστου γείτονα…» Τα σχόλια αυτά αναφέρονται στην ευτυχία, στην ηδονή και στην αυταπάτη. Η προσθήκη αυτή σαν να είναι γνώρισμα του μεταμοντερνισμού (άσχετο). Όμως ο αναγνώστης πάλι θα διερωτηθεί, γιατί αυτή η προσθήκη; Εδώ χρειάζεται σκέψη για να βρει πώς συνδέονται αυτές οι τρεις έννοιες με ό,τι προηγήθηκε.
Τα θέματα των ποιημάτων καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα. Πολλά αντλεί ο ποιητής από την ακένωτη δεξαμενή των βιωμάτων του, από το οικογενειακό περιβάλλον ή αναφέρονται σε ιστορικά ή άλλα πρόσωπα. Άλλα είναι θέματα που απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο που βιώνει τη μοναξιά, «την ακοινωνησία του ενός προς τον άλλον», και την υπαρξιακή αγωνία. Ή είναι θέματα που σχετίζονται με την αλλοτρίωση του ανθρώπου που έχει υποστεί μέσα στη σύγχρονη κοινωνία, στην ευτελισμένη κοινωνική και ατομική ζωή, που ο ποιητής παρατηρεί με διεισδυτική ματιά ανατόμου.
Π.χ. στα ποιήματα: Επιπλέον πια σχεδόν και Παγκόσμια ημέρα του προορισμού σ. 39-42 της συλλογής Μ. Μ. Δ., ο ποιητής αναφέρεται απαξιωτικά στο θεσμό των λογοτεχνικών βραβείων τον οποίο ειρωνεύεται, σαρκάζει και γελοιοποιεί μ' ένα τρόπο, μ’ ένα ύφος δηκτικό και με μια φαρμακερή γλώσσα που τσακίζει κόκαλα καθώς στο δεύτερο ποίημα αφηγείται πώς βραβεύτηκε «η κα Κομητάκη…/ Καθαρίστρια στα ουρητήρια των υπερσύγχρονων πολυκα/ταστημάτων ΑΦΟΙ ΑΡΝΙΤΣΟΠΟΥΛΟΙ», η οποία «Πάνω στην πράσινη ποδιά συνέγραψε όσα συνέγραψε για/τα ήθη των γυναικών στις τουαλέτες. (Και) Πάνω σ’ ετούτη την /ποδιά στοχάστηκε κι αναστοχάστηκε τα όσα παρατηρούσε/χρόνια κατά το μπες-βγες μες στους απόπατους των γυναι/κών κάθε ηλικίας. Και πάνω στην ίδια πράσινη ποδιά συνή/γαγε η κα Κομητάκη το αδιάσειστο συμπέρασμα που επι/στέφει το πολυπώλητο μυθιστόρημά της Από αιδοίου εις/αιδοίον…» Ο χώρος δεν επιτρέπει να παρατεθούν ολόκληρα τα ποιήματα για να τα χαρούν οι αναγνώστες.
Όπως και στο ποίημα Ιστορικό συμβάν, σ.19, της ίδιας συλλογής κάνει ένα φαρμακερό επίσης υπαινιγμό για τα ευπώλητα βιβλία παίρνοντας αφορμή, όπως λέει, από το γεγονός ότι «Όλο το βράδυ ο κ. Ν. μιλούσε για μια μετάφραση που/ετοιμάζει απ’ τα γαλλικά./ …Προσ/οχή, μας έλεγε, δεν έχει σχέση με λογοτεχνία, είναι δροσερό. Δεν χρειαζόταν περισσότερα για να ζηλέψουμε και πάλι./ Σίγουρα, το FAST SELLER της χρονιάς είναι δικό του.» Παρακάτω αφηγείται πως εκεί που καθόταν ο κ. Ν. μετακινήθηκε κάποιο αντικείμενο «Ξάφνου η φάσσα έκανε να πετάξει προς την πόρτα τού/ εξώστη με τις γλαυκές κουρτίνες, μα οι φτερούγες της συγ/κρούστηκαν στον τοίχο. Βούτηξε κατακέφαλα πάνω στην/κάρα του κ. Ν. κι έγινε κομμάτια. /Κανείς δεν κουνήθηκε.» Τα σχόλια περιττεύουν, από μόνη της η σκηνή είναι εύγλωττη.
Την κοινωνία, όπως προειπώθηκε, τη βλέπει ο ποιητής με κριτικό μάτι, στηλιτεύει, καυτηριάζει την άδικη συγκρότησή της και με ψυχολογική ανάλυση ερμηνεύει τη ζωή αποκαλύπτοντας αδυναμίες, πάθη, ελαττώματα των ανθρώπων ακόμη και δικά του (βλ. τα ποιήματα Τυφλός κόσμος των παρόντων και Μυστήριον μεγαλομανίας, σ. 21 και 63 της συλλογής Μ. Μ. Δ.)
Δεν διστάζει να διατυπώσει ευθαρσώς απόψεις τολμηρές που σε καθηλώνουν και σ’ αναγκάζουν να σκεφθείς. Στο ποίημα Με δανεισμένη φωνή…, είπε η Ταβανίς σ. 12 της συλλογής Β. Μ. Τ. παρουσιάζει κάποιον που «Με δανεισμένη φωνή, με δανεισμένη σκέψη/... μοχθεί και δουλεύει/δουλεύει, γραφή και ανάγνωση/όλος κατάθλιψη./ Ξέρει πως κάνει ό,τι ξανάγινε, ξέρει/πλην θέλει να μάθει πώς έγινε/το γνωστό κι είναι πλέον δεκτό, πως όλοι μας ξέρου-με/τι περιμένει. /Αλλά κανείς δεν θέλει να ξέρει/ πως όλο το μεγαλείο: μια τρύπα μες στο νερό/τώρα που όλοι μας ξέρουμε/πως άλλη ζωή δεν υπάρχει, ούτε Θεός.» Συμπέρασμα τραγικό για τον άνθρωπο.
Ας αναφερθούμε τώρα, με συντομία, σε ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά των ποιημάτων.
Από τα πρώτα κιόλας ποιήματα εντύπωση κάνει ο δραματικός τους χαρακτήρας. Ο αναγνώστης βλέπει μπροστά του πρόσωπα να διαλέγονται (έστω ενίοτε υποτυπωδώς) και να δημιουργούν μια αίσθηση θεατρική που ανοίγει δρόμο στη φαντασία για να στήσει τη σκηνή με τα δρώντα πρόσωπα. Πρόκειται δηλαδή για ποίηση, αν επιτρέπεται η λέξη, ενεργητική που θέτει σε κίνηση, που ενεργοποιεί τις ψυχικές δυνάμεις του αναγνώστη.
Ο Α. Ζ. με την καταπληκτική ευρηματικότητά του σε θέματα ουσίας, με τον επιδέξιο χειρισμό των θεμάτων, με τον ευέλικτο τρόπο έκφρασης και τις άλλες αρετές του, όπως η επιλογή δραστικού λεξιλογίου, η επιτηδειότητά του να μεταγγίζει ιδέες σε εικόνες εύγλωττες, δημιουργεί μια πραγματικότητα που δεν είναι αυτή, η κανονική, η συνηθισμένη των αισθήσεών μας, αλλά μια άλλη πραγματικότητα, μεταπλασμένη, δική του, που ωστόσο είναι αναγνωρίσιμη και δεν έρχεται σε πλήρη ρήξη με τη φυσική πραγματικότητα.
Τον Α. Ζ. δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ερωτικό ποιητή με τη συνήθη σημασία που έχει η λέξη. Όπως σημειώνει ο ίδιος, την αγάπη την εννοεί «Όχι ανώδυνη, ειρηνική και ανεπαίσχυντη. Όχι.» σ. 41 της συλλογής Β. Μ. Τ. Την αγάπη, τον έρωτα τον εννοεί περισσότερο ως σαρκική ηδονή, πράγμα που ίσως μας επιτρέπει να τον χαρακτηρίσουμε ηδονιστή. Ορισμένες φράσεις, μερικές μάλιστα διατυπωμένες με απόλυτο ρεαλισμό, σε πολλά ποιήματα προδίδουν ενδόμυχες προτιμήσεις, επιθυμίες του αρσενικού (βλ. σ. 33, 43-44, 45-47, 65, 71-72 της συλλογής Μ. Μ. Δ. και σ. 10, 13, 18, 29, 31, 37, 41, 51, 57, 61 της συλλογής Β. Μ. Τ.) Βλέπουμε λοιπόν πως η libido, το σεξ επανέρχεται με τέτοια συχνότητα, ώστε να πούμε πως είναι μία από τις θεματικές «σταθερές», η πιο συχνή, της ποίησής του.
Ούτε λυρικό ποιητή μπορούμε να τον πούμε. Υπάρχουν βέβαια φράσεις, όπως «μες στο γαλάζιο μεσημέρι» ή «πώς διευθετούσε, πάλι θεέ μου! τα ξανθά βοστρυχωτά μαλλιά της», «μες στην ξερή μου φαντασία ξανάγινε η Άνοιξη», σ. 2Ι και II της συλλογής Μ. Μ. Δ. ή η φράση «έξω κάνει μια λαμπρή ημέρα και ολόχαρος βαδίζω σαν τριπόδαρος λαγός» σ. 19 της συλλογής Β. Μ. Τ., η οποία όμως με την παρομοίωση υπονομεύεται και παίρνει ειρωνικό χαρακτήρα. Και άλλες καθαρά λυρικές φράσεις ή μεμονωμένες λέξεις κατάλληλες για λυρικές συνθέσεις αλλά καθώς είναι διασκορπισμένες εδώ κι εκεί μέσα σε διαφορετικό γλωσσικό περιβάλλον διαφοροποιούνται. Και τούτο γιατί οι προθέσεις του ποιητή δεν αποβλέπουν προς τέτοιες συνθέσεις. Η ποίηση του Α. Ζ. διακρίνεται για τη δωρικότητα, τη σοβαρότητα και τη στιβαρότητά της. Λείπουν αυτά που λέμε ψιμύθια της γλώσσας.
Το ύφος του είναι απλό, φειδωλό σε «μαλάματα» και κλίνει προς μία κοινή ένδον ομιλία. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε πως το απλό είναι και πολυδύναμο και γι’ αυτό συναρπαστικό. Αλλάζει το ύφος σε μερικά ποιήματα πιο παραδοσιακής μορφής, στα οποία γίνεται κάπως ανθηρό, γλαφυρό ή κάπου κάπου και κοφτό με σύντομες φράσεις. Σε πολλά ποιήματα το ύφος γίνεται δηκτικό, όπως των σ. 19, 39, 41 της συλλογής Μ. Μ. Δ., για τα οποία ήδη έγινε λόγος, και σε άλλα.
Με ιδέες έξυπνες και σκέψεις δυνατές, με δηκτικό ύφος πετυχαίνει ο ποιητής το στόχο του, να σατιρίσει, να ειρωνευτεί, να σαρκάσει, να καυτηριάσει, όπως ήδη αναφέραμε, ένα γεγονός, μία κατάσταση, ένα θεσμό ή να χλευάσει και να διασύρει ένα ή πολλά πρόσωπα.
Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής Β. Μ. Τ. Στο σινεμά (Αυστηρώς ακατάλληλον) με την κυριολεξία, την ακρίβεια καθώς λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, το ύφος εκπλήσσει με τον ωμό ρεαλισμό του.
Ο Α. Ζ. τείνει και προς τη φιλοσοφική ενατένιση του κόσμου, όπως π.χ. στο ποίημα «Τηλελειτουργία» σ. 24 της συλλογής Β. Μ. Τ. Γι’ αυτό και ο λόγος του πολλές φορές γίνεται επιγραμματικός, αποφθεγματικός, όπως των γνωμικών. Π.χ. «Η ηδονή (είναι) μια στιγμιαία αποκατάσταση της ευτυχίας στην αιωνία δύναμη» ή «Η ικανότητα του ανθρώπου να περνάει καλά στην αυταπάτη, πλην των άλλων, ονομάζεται και ευτυχία», σ. 10 της συλλογής Μ. Μ. Δ. «Η αυθεντία έχει δύναμη αλλά η δύναμη δεν είναι αυθεντία», σ. 22 της ίδιας συλλογής. «…η σωφροσύνη μένει/για όποιον έμαθε πως δεν αρκεί η γνώση», σ. 55 της ίδιας επίσης συλλογής. «Όσο υπάρχει πίστη, δεν υπάρχει αποτυχία», «Και το να εμπιστεύεσαι τον άλλο είναι λιγάκι σαν να αυτοκτονείς», σελ. 13 και 40 της συλλογής Β. Μ. Τ. κ. ά. Η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία συνυπάρχουν στο ποιητικό υποκείμενο, όπως βλέπουμε στο ποίημα CARPE DIEM, σελ. 13 της συλλογής Β. Μ. Τ. Η αποτυχία από τη μια, δοσμένη με ποιητικό τρόπο, το οδηγεί στα πρόθυρα της αυτοχειρίας. «...Η καρέκλα κάτω /απ’ τη θηλειά, τέσσερις άδειοι τοίχοι», και από την άλλη, καθώς προσπαθεί να δώσει με εγκεφαλικό τρόπο τον ορισμό της αποτυχίας, οδηγείται στο «…Όσο υπήρχε πίστη, δεν υπήρχε αποτυχία.» Μ’ αυτή τη συλλογιστική φθάνει τελικά στο carpe diem (απόλαυσε το σήμερα), «Και ο σφικτός ζωστήρας της αυτοχειρίας λυμένος έκτοτε μες/ στα σεντόνια της λαγνείας.» Η ζωή κερδίζει το ποιητικό υποκείμενο που επιθυμεί άπληστα να την απολαύσει, καθώς φαίνεται και στο ποίημα LES RIDEAUX ROUGES, σ. 37 της συλλογής Β. Μ. Τ.
Σε αρκετά ποιήματα (βλ. σ. 34, 35, 52, 55, 56, 57 της συλλογής Β. Μ. Τ.) εκφράζεται με τρόπο αλληγορικό. Ειδικά στο ποίημα Στα σοβαρά, σ. 52, μιλάει ο ποιητής για τις «…δύο τρανές του φίλες/...η φίλη μου λαγνεία και η γλυκιά αυτοκτονία» που είναι «...τα μυστικά του λατομεία.» Οι δύο λοιπόν αυτές έννοιες (λαγνεία και αυτοκτονία) που αποτελούν την πηγή έμπνευσής του (τα μυστικά λατομεία) επανέρχονται και σε άλλα ποιήματα και αποτελούν δύο άλλες «σταθερές» της ποίησής του.
Η γραφή είναι συνήθως συνειρμική, το ένα ανακαλεί στη μνήμη του ποιητικού υποκειμένου το άλλο, γι’ αυτό πολλές φορές τα διάφορα μέρη ορισμένων ποιημάτων φαίνονται χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους ή τελείως ασύνδετα.
Ο Α. Ζ. κινείται με ευχέρεια στην επιλογή του λεκτικού του, είναι κάτοχος σε πλάτος και βάθος της γλώσσας. Μιας γλώσσας πλούσιας και ευέλικτης, που άλλοτε είναι κυριολεκτική ή μεταφορική και άλλοτε περιγραφική και αναλυτική ή υπαινικτική. Σαν να πέρασε, σαν να θήτευσε στον υπερρεαλισμό από τον οποίο η γλώσσα και οι εκφραστικοί του τρόποι γονιμοποιήθηκαν, χωρίς φυσικά να είναι υπερρεαλιστής. Ένας απόηχος του υπερρεαλισμού σαν να ακούγεται στο ποίημα Η βία της στιγμής, σ. 17 της συλλογής Β. Μ. Τ. Θα μπορούσε κανείς, συμβατικά, να τον κατατάξει στους νεωτερικούς ποιητές, στους μοντερνιστές, καθώς σε πολλά ποιήματα απορρίπτει τις ρεαλιστικές συμβάσεις, ακολουθεί στη γραφή την τεχνική της συνειδησιακής ροής και ενίοτε, διάσπαρτα, τον εσωτερικό μονόλογο, όπως στο ποίημα Κατόπιν εορτής, σ. 43 της συλλογής Μ. Μ. Δ.
Ορισμένες αιφνίδιες και παράδοξες συμπλοκές των λέξεων θυμίζουν υπερ-ρεαλισμό. Τέτοιες συζεύξεις λέξεων-εννοιών που ξαφνιάζουν είναι π. χ. «Η αποτυχία είναι σαν το ξύπνημα του μηδενός κάτω από/την κουνουπιέρα κάθε μέλλοντος», σ.13 της συλλ. Β. Μ. Τ. «Κρυβόμουν πίσω από/τα χρόνια που περνούσαν και κρυφοκοιτούσα», σ. 22. της συλλογής Μ. Μ. Δ. ή «το χαμόγελο και η προσήνειά/τους είναι οι κιρσοί τους» στο ποίημα LIFE STYLE, σ. 25 της συλλογής Β. Μ. Τ. όπου μιλάει για τις βιετναμέζες υπηρέτριες.
Κάτι άλλο που σχετίζεται με το λεκτικό είναι οι σπάνιες ή πεποιημένες από τον ποιητή λέξεις. Ενδεικτικά σημειώνουμε μερικές: σαλάκωνες, αταύρωτος, υπερόδια, σ. 17, φάσσα, μπερζέρα, σ. 19, δυσωπώ, σ. 23, φρύαγμα, σ. 26, σμήμα, σ. 69 της συλλογής Μ. Μ. Δ. και στροφοδίνη, θανατοκόπος, σ. 20, ανείκαστος, οπισθοβουλία, χωρητικός, σ. 21, απόνοια, αφάντωση, σ. 28, γκρεκολατίνα, σ. 29, απόχορδος, σ. 36, συνόμοιος, σ. 37, ακρασία, σ. 38, αγγελόκρουσμα, σ. 40, αράβαλλος σ. 49, της συλλογής Β. Μ. Τ. και άλλες πολλές. Πεποιημένες από τον ποιητή είναι και οι λέξεις του τίτλου της συλλογής: Βιβλίσκος και Ταβανίς, όπως φυσικά και τα άλλα κύρια ονόματα.
Άλλοτε παίζει, αλλά παίζει σοβαρά, με τις λέξεις, όπως με τον τίτλο του ποιήματος STELLA (αστέρας) ή Τρέλλα, σ. 41 της συλλ. Β. Μ. Τ. καθώς ψάχνει να βρει «...αν υπάρχει σχέση μεταξύ Στέλλας και Τρέλλας» και συνεχίζει με τρόπο φιλοπαίγμονα και πονηρό. Άλλοτε πάλι με την ομοηχία δύο λέξεων που έχουν διαφορετική σημασία: επόλισας την έρημον και επώλησας την έρημον, καθότι το ρ. πολίζω σημαίνει κτίζω πόλη, και αντικαθιστώντας το με το ρ. πωλώ, δημιουργεί τον στίχο «επώλησας την έρημον για ν’ αγοράσεις την άνω κατοικία…» προκαλώντας έτσι τη θυμηδία, στο ποίημα Έρημος χιονισμένη, σ. 25, της συλλογής Μ. Μ. Δ. Άλλοτε πάλι παίζει με την ίδια λέξη που επαναλαμβάνεται σε διαφορετικούς τύπους, όπως κάνει με το ρ. γίνομαι στο ποίημα Η θάλασσα γυμνή..., είπε η Ταβανίς, σ. 43, της συλλογής B. M. T. έγινε, να γίνει, έγινε, γίνεται, εγίνη ή με το ρ. είμαι: είναι, ήταν, είναι, θα ’ναι, στην ίδια τρίστιχη στροφή.
Ο στίχος είναι ελεύθερος, όχι όμως ελευθεριάζων. Υπακούει σε κανόνες, τον ελέγχει ο ποιητής, και πετυχαίνει ένα εσωτερικό ρυθμό, μια εσωτερική αρμονία. Μερικά ποιήματα, κυρίως ολιγόστιχα, αναπτύσσονται σε στροφές χωρίς όμως άλλες δεσμεύσεις της παραδοσιακής ποιητικής. Πολλά ποιήματα είναι όπως ήδη είπαμε, πολύστιχα αφηγηματικά, με καλό όμως βηματισμό, όπως το έξοχο Ο μάστορας της διάρκειας, σ. 29-32, της συλλ. Μ. Μ. Δ., το οποίο αναφέρεται στον Μακρυγιάννη ως ιδιώτη και ως δημόσιο πρόσωπο και ανάγλυφα σκιαγραφεί ο ποιητής τον χαρακτήρα, τον ψυχισμό του στρατηγού.
Σταματώ εδώ, γιατί ήδη «υπέρ τα εσκαμμένα ηλάμην» (έχω υπερβεί τα όρια) μιας σύντομης μελέτης. Εξάλλου ο πλούτος της ποίησης του Αντώνη Ζέρβα δεν εξαντλείται τόσο εύκολα.



Αντώνης Ζέρβας

Ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1953. Σπούδασε Κοινωνιολογία της Λογοτεχνίας στο Παρίσι και Αγγλική φιλολογία στο Λονδίνο. Οι δύο μεταπτυχιακές του εργασίες αφορούσαν στη «Λειτουργία της αναπαράστασης στα Pisan Cantos του Έζρα Πάουντ» και στα «Προβλήματα των ευρωπαϊκών πρωτοποριών του 20ου αιώνα: Ιμαγισμός και Βορτικισμός», αντίστοιχα. Το 1978, η διδακτορική του διατριβή, υπό τον Henri Meschonic, με θέμα: Η μετάφραση ως δομική δύναμη των Cantos του Έζρα Πάουντ, έμεινε ατέλειωτη. Μετά τη στρατιωτική του θητεία 1980-1982, διετέλεσε σύμβουλος διευθύνσεως του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών και δραστηριοποιήθηκε στον τομέα των πολιτιστικών θεμάτων, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Σήμερα είναι ανώτερος υπάλληλος του μεταφραστικού τμήματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (CESE) στις Βρυξέλλες, όπου και διαμένει από το 1984.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1972 με τις δύο ποιητικές συλλογές Τετράδιο και Τελχίνες, ουσιαστικώς όμως το πρώτο βιβλίο του ήταν Η Ανάσταση της Κυρά Τσίνης, Καστανιώτης 1983. Συνεργάστηκε με τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, αρχής γενομένης από τη Συνέχεια (1973), και συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή των περιοδικών Χώρα (1977) και Ίνδικτος. Έχει συμμετάσχει επίσης ως ομιλητής σε πολλά συμπόσια και συνέδρια. Τακτικός συνεργάτης της Κυριακάτικης Καθημερινής και της Κυριακάτικης Αυγής. Το μεταφραστικό του έργο συμπεριλαμβάνει Αμερικανούς, Γάλλους και Εγγλέζους ποιητές, φιλοσοφικές και φιλολογικές μελέτες. Τα Άσματα της Πίζας του Έζρα Πάουντ ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Μετάφρασης 1996.

Ποίηση

Τετράδιο, Κέδρος 1972
Η Ανάσταση της Κυρά Τσίνης, Καστανιώτης 1983
Το βιβλίο των Υπακοών, Δόμος 1987
Τα Κουρσιμαία, Καστανιώτης 1990
Τα Άκτα, Ίνδικτος 1996
Η Ανάσταση της Κυρά Τσίνης, [Β΄ έκδοση αποκατεστημένη] Ίνδικτος 1996
Οι Ορμές της Αυτοπάθειας, Ίνδικτος 1998
Λογαριασμοί υπό την Ουράνια Αιωνομηδαμινότητα, Ίνδικτος 1999
Μεγάλες και Μικρές Διάρκειες, Ίνδικτος 2001
Ο Βιβλίσκος, το Μηδέν και η Ταβανίς, Ίνδικτος 2003.

Δοκίμια

Επισκέψεις: Η ποιητική έδρα του Στ. Ράμφου, Αρμός 1994
Εικόνος απορροαί: Μία Αυτοβιογραφική Πρόφαση, Ίνδικτος 1997
Σπυρίδωνος Ζαμπελίου: Λόγιοι και γλώσσαι της ιδ΄ εκατονταετηρίδος, Ίνδικτος 1998
Μαρσέλ Προυστ: Η Νεκρώσιμη Ιεροτελεστία της Βέρμας, Ίνδικτος 2000
Επισκέψεις 2: Έγγραφα εργασίας, Ίνδικτος 2001
Μεταθυμικά: Άρθρα, εισηγήσεις, συνομιλίες, Ίνδικτος 2006

Μεταφράσεις

Θωμά ντε Κουίνσυ, Η Δολοφονία ως μία εκ των Καλών Τεχνών, Ροές 1987
Έζρα Πάουντ, Τα Άσματα της Πίζας, Καστανιώτης 1994, Ινδικτος 2005
Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ, Το Πρόβλημα της Ιστορικής Συνείδησης, Ίνδικτος 1998
Εκ του Γαλλικού, Εκλογή μεταφράσεων, Μελάνι 2003
Τζων Μπέρρυμαν, Τα ονειρικά τραγούδια, Νέα Εστία, Ιούνιος 2004









Πρώτη δημοσίευση: Αφιέρωμα στον Αντώνη Ζέρβα, Πανδώρα 22.