Θ έ σ η Α ι χ μ ή ς: Το σημείωμα της Σύνταξης

________________________________________________
Πανδώρα, τεύχος 24
_________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Γιώργος Ρωμανός

Διαδίκτυο
Ένας βλάκας–μεσάζων ή ένα εργαλείο πολιτισμού;
Μέρος πρώτο

πό Θεού άρξασθε» έλεγαν οι αρχαίοι, αλλά όταν έχεις να κάνεις με έναν προβληματικό «θεό», πώς να είσαι δοξαστικός γι’ αυτόν; Και βέβαια «θεός», στο θέμα μας, είναι το διαδίκτυο. Εξηγούμαι από την αρχή: Τα πλεονεκτήματα του Συστήματος, απεριόριστη –σχεδόν– μνήμη και υψηλότατες ταχύτητες, είναι ταυτόχρονα και τα μεγάλα όσο και τραγικά μειονεκτήματά του. Από το δίπτυχο, μνήμη και ταχύτητα, λείπει χαρακτηριστικά η κ ρ ί σ η, ο νους, που με συνθετική φαντασία, αισθητική και κριτική ανάλυση, θα δώσει λύσεις και προτάσεις. Έτσι, ο διαθέτων μνήμη και ταχύτητα, χωρίς κρίση, είναι και μεγάλος βλάκας. Όμως, ο χαρακτηρισμός είναι επιεικής, αφού (σχεδόν…) κάθε πράξη στο διαδίκτυο γίνεται με σκοπό ένα αγχωτικά επιζητούμενο κέρδος, αντί παντός αντιτίμου. Έτσι, ο βλάκας αξιοποιείται, περίπου αποκλειστικά, ως μεσάζων και μεταπράτης, πωλητής.
Αυτή τη στιγμή, τόσο στα προσωπικά ιστολόγια (blogs) όσο στις ιστοσελίδες (sites), η αισθητική και η λειτουργικότητα είναι τ ρ α γ ι κ έ ς. Πυρπολείται η αισθητική του αναγνώστη, καταστρέφεται, με την πολυχρωμία, η όρασή του. Τα αγχηνοϊκά οπτικά και ηχητικά μηνύματα ανταγωνίζονται με πάμπολλα εκτυφλωτικά φλας –λαϊκίστικου εντυπωσιασμού. Παντού χρώματα, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, μαύρα –κυρίως αυτά!–, αλλά και κινούμενα φιλμάκια, εικονίδια–gadgets. Μηνύματα, ευκαιρίες…, διαφημίσεις και, ει δυνατόν, τα πάντα σε μία οθόνη! «Όσο περισσότερα τόσο καλύτερα…», φαίνεται να σκέφτονται οι άσχετοι σχεδιαστές του διαδίκτυου, και προβάλλουν μια σχεδιαστική λογική που δείχνει ότι, γι’ αυτούς, η Γραφική επιμέλεια, στον πλανήτη, ξεκινάει (…) μετά τη δεκαετία του ’90. Από τότε, δηλαδή, που αυξήθηκαν κατακόρυφα τα σχεδιαστικά μέσα–προγράμματα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αυξήθηκαν, όμως, από τεχνικούς που «έπαιζαν» τον καλλιτέχνη, χωρίς να είναι.
Η άλλη πλευρά του ζητήματος, είναι τα κείμενα. Αυτά, σαφώς υποβιβάστηκαν, στο κλάσμα που έχει αριθμητή το κείμενο και παρονομαστή την εικόνα. Έτσι, όλα τα προαναφερόμενα, πολυποίκιλα οπτικά «στολίδια», συνοδεύουν στις οθόνες στοιχειώδη πλέον ειδησάρια, τύπου Twitter, που έχουν εύρος όσο ένα μήνυμα σε κινητό τηλέφωνο. Συνήθως, σε ένα ενημερωτικό site, εφημερίδας ή περιοδικού, εμφανίζεται ο λαϊκίστικος τίτλος μιας είδησης και όχι η ίδια η είδηση. Στην καλύτερη περίπτωση, για να τη διαβάσει κανείς, θα πρέπει αφενός να την επιλέξει και αφετέρου να τη δει σε δεύτερο επίπεδο οθόνης και ανάγνωσης. Συχνά, δεν υπάρχει καν κείμενο, σε αυτό το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Έτσι, περιορίζεται ο χώρος και ο χρόνος, και δυσκολεύεται ο αναγνώστης στο να αποφασίσει για τη σπουδαιότητα ή όχι της είδησης. Ενώ, την ίδια χρονική στιγμή, στο οπτικό πεδίο του θεατή, και στο εύρος μιας και μόνο οθόνης, συνωστίζονται μικρά φιλμ (video), με ατεκμηρίωτη όσο και χυδαία υποκειμενικότητα, που υποκρίνεται την αντικειμενικότητα, ενώ πρόκειται για μια ξεκάθαρα φασίζουσα άποψη.
Αυτά, ως γενική πρώτη προσέγγιση, γιατί αφορούν και εφαρμόζονται, με την ίδια παθολογική πρακτική, σε όλους τους τόπους λογοτεχνίας αλλά και γενικότερα της τέχνης.
Τώρα, σε επίπεδο ιδιωτών, που αυτοπροβάλλονται στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά και των άλλων τεχνών, δεν θα ήταν σκόπιμο να κριθούν, ονομαστικά, οι ακαλαίσθητες ιστοσελίδες τους και οι ‘‘κιτσάτοι’’ όσο και αντιλειτουργικοί δικτυακοί τόποι τους. Υπάρχει δυσκολία στο να επιχειρήσει κριτική κάποιος που τυχαίνει να έχει αποθησαυρίσει, επί τέσσερις δεκαετίες, εμπειρία, από την Επιμέλεια βιβλίων, τη Γραφική επιμέλεια γενικά, αλλά και από τις συγγενείς Τέχνες. Γιατί θα ήταν σαν να κλέβαμε αφύλαχτη… εκκλησία.
Ακόμη, επί του παρόντος, δεν κρίνεται σκόπιμο να παρουσιαστεί το πώς δικτυακοί τόποι, που εκπροσωπούν διάφορους κρατικούς ή δημόσιους φορείς –και πληρώνονται αδρά από αυτούς!–, καταλήγουν σε ακραία και σκανδαλώδη ιδιωτική κατάχρηση, με αποκλειστικό σκοπό την προβολή ενός και μόνο ατόμου και, μέσω αυτού, της παρέας του.
Ας αρχίσουμε, απλώς «φωτογραφίζοντας» καταστάσεις και μόνο, που περιέχονται στα ιδιωτικά–προσωπικά ιστολόγια ποίησης, τέχνης, φωτογραφίας κ.λπ., κι όποιος καταλάβει, κατάλαβε.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών, το θύμα, ο αναγνώστης–θεατής, αδυνατεί να πλοηγηθεί, ανάμεσα σε λειτουργικούς λαβύρινθους από αμέτρητα μηνύματα εντολών και κατευθύνσεων, που ορμούν καταπάνω του, από το πρώτο κιόλας πεδίο–οθόνη ανάγνωσης. Και, εδώ, δεν υπάρχει πρωτίστως σκοπούμενο εταιρικό κέρδος, αλλά κυρίως ξεκάθαρη σχεδιαστική ανικανότητα–αναπηρία.
Από την άλλη, πώς να αμυνθεί κανείς, στη σχιζοφρενική πολυχρωμία ή και στην –εντελώς αντίθετη– νεκρική αχρωμία του αμήχανου λευκού; Ενός λευκού, που επιπροβάλλεται… σε άσπρο πεδίο και, στη συνέχεια, και τα δύο μαζί «επικάθονται» σε φόντο… white;…
Σε άλλη περίπτωση, πάλι, πώς να διαβάσεις τα άσπρα γράμματα σε κατακίτρινο φόντο, ή τα μπλέ!!! γράμματα σε μαύρο φόντο; Πόσο ξεκούραστη είναι η ανάγνωση μαύρων γραμμάτων σε (ακραιφνώς ποδοσφαιρική) κατακίτρινη οθόνη; Τα παραδείγματα της αυτοκρατορίας του κιτς είναι άπειρα… Και αφορούν σε γνωστούς δικτυακούς τόπους ποίησης, λογοτεχνίας, τέχνης.
Νομίζω όμως, ότι το χειρότερο ακολουθεί: πώς να αντέξει κάποιος εκείνα τα εφιαλτικά λευκά γράμματα στα κατάμαυρα –πίσσα!, σκοτάδι– φόντα; Γράμμα –τρύπα το λένε αυτό, στην τυπογραφία, οι μάστορες, που έχει τους κανόνες… εφαρμογής του. Και, αν δεν ξέρεις να το χειριστείς, το θέμα γίνεται μια τρύπα που σε καταπίνει, ή ένα εκτυφλωτικό ερέθισμα, που τυφλώνει και διώχνει τον αναγνώστη. Φυσικά, δεν αποτελεί άλλοθι ότι το λευκό γράμμα χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ευρύτατα στο σινεμά. Εκεί, οι λόγοι και οι συνθήκες της χρησιμοποίησής του είναι άλλοι. Όμως αυτές οι συνθήκες δεν υπάρχουν στον περιβάλλοντα χώρο ενός υπολογιστή γραφείου.
Γενικά, θα έλεγα ότι κάνει θραύση…, στο διαδίκτυο, η κατάμαυρη οθόνη–φόντο, με τα λευκά γράμματα. Και νομίζω πως εδώ ταιριάζει, κάπως παραλλαγμένο, εκείνο το αμίμητο, του Μίνου Αργυράκη, «…Και η Ελλάς έπλεε εις την μελανόλευκον…». Τι τους εντυπωσιάζει στο χρώμα του θανάτου, άγνωστο! Ποιοι τους το «πουλούν» και τους πείθουν να το αγοράσουν, γνωστό.
Παρότι αποσιωπήσαμε μέχρι τώρα, τα ονόματα των ιδιωτικών-προσωπικών ιστολογίων, πιστεύουμε ότι θα ήταν ωφέλιμο, επικαλούμενοι τη στοιχειώδη κοινή λογική, να αναφέρουμε επωνύμως συγκεκριμένα παραδείγματα, από τον χώρο των δημόσιων ή μεγάλων, επιχειρηματικά, δικτυακών τόπων. Να αναδείξουμε τον εκβαρβαρισμό τους, τη χειροπιαστή μη-αισθητική τους και τη στοχευόμενη, για λόγους κέρδους, αντιλειτουργικότητά τους. Αυτό, ειδικά, θα το εξηγήσουμε σε επόμενο κείμενό μας.
Έτσι, δεύτερο κεφάλαιο, σε αυτή την κριτική προσέγγιση, αποτελούν μερικοί από τους μέγιστους στον κόσμο, από πλευράς επισκεψιμότητας, δικτυακοί τόποι και μερικά από τα πιο γνωστά sites ελληνικών εφημερίδων. Θα μας απασχολήσει η αισθητική (;) του πασίγνωστου, όσο και πανάκριβου στην Αμερική, Huffington Post, που ανήκε, μέχρι πρόσφατα, στην «ημέτερη»… Αριάννα Στασινοπούλου – Huffigton. Το αυτάδελφό του site, Drudge Report, με χαρακτηριστικά, τουλάχιστον, αισθητικής δυσ-χρωματοψίας. Οι New York Times. Η ProPublica, ιστοσελίδα 13 εκατομμυρίων αναγνωστών. H Wall Street Journal. Αλλά και τα sites των εκδοτικών οίκων Pengouin, και Gallimard.
Από τα ελληνικά, επιλέξαμε δειγματοληπτικά, τα sites των έγκυρων (και αισθητικά;) εφημερίδων: Τα Νέα, Η Καθημερινή, Η Ελευθεροτυπία και του Zougla.gr. Αυτό το τελευταίο, ως χαρακτηριστικό και πολύ-αντιγραφόμενο δείγμα «τρέχουσας» πολιτισμικής αισθητικής.
Όμως, το δεύτερο μέρος της έρευνάς μας, που γίνεται για πρώτη φορά, θα το παρουσιάσουμε στο επόμενο τεύχος της Πανδώρας.

***

Πρώτη δημοσίευση: Γιώργος Ρωμανός, Διαδίκτυο, Ένας βλάκας–μεσάζων ή ένα εργαλείο πολιτισμού;, εδώ.