Κ ρ ι τ ι κ ή - Ε π ι λ ο γ ές - Κείμενα για Θέατρο / Κινηματογράφο




________________________________________________
Πανδώρα, τεύχος 24
_________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Γιώργος Σταμούλης γράφει για τη Χαρά Πρεβεδώρου

 Χαρά Πρεβεδώρου, «Οι Περιπατητές», ποιήματα, εκδ. Γαβριηλίδη, 2009

Πρόκειται για τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Χαράς Πρεβεδώρου (είχε προηγηθεί η συλλογή «Σήματα» από τις ίδιες εκδόσεις το 2007) η οποία αποτελείται από 38 μεγάλα και μεσαίου μεγέθους ποιήματα και στα οποία η ποιήτρια καταθέτει μια πολύπρισματική θέαση της ζωής, του κόσμου και της ιστορίας. Χρησιμοποιώντας άλλοτε πρωτοπρόσωπη κι άλλοτε δευτεροπρόσωπη εκφορά του ποιητικού της λόγου, ερεθίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον ωθεί να διεισδύσει βαθύτερα στο ποιητικό γεγονός. Στα εκτεταμένα ποιήματα Επιστροφή, Θεοδώρα η μικρή, Ιππόλυτος σε ρίμες, δημιουργεί ένα επιτυχημένο πλέξιμο των ιστορικών γεγονότων και προσώπων με την γνώριμη καθημερινότητα των ανθρώπων, αυτή που περιέχει το τη χαρά, τη λύπη, την αγωνία, τον έρωτα, το θάνατο:

Ο φωτογράφος, παλικαράκι από τα σπίτια της μιας νύχτας,
Κρατάει τα λεφτά στα δόντια του,
λες κι είναι να πληρώσει τον χάροντα.
Πλήθη με νάιλον σακούλες,
Πλήθη με μπόγους,
Ρέει το αίμα ανάποδα όπως στα γδαρμένα ζώα∙
Αγοράζουμε τα δέρματα που αφήσαμε πίσω
                                                                            ( Επιστροφή)
Οινόφλυξ και μοιραίος ο Ιππόλυτος
 και κολλητός
 με όλη τη Βαρναλική πενία

 μ’ αν ψάξει κάποιος μες στα αφανέρωτα
 τον έρωτα
 θα βρει να φταίει κι όχι η κοινωνία
                                                                    (Ιππόλυτος σε ρίμες)
Μόνη επιτέλους,
 δις βασιλεύς και αυτοκράτωρ
 αμφίσημη και ανακόλουθη
 σαν τους ευνούχους με τις μαλακές τους γλώσσες.
 Μα τι να πράξω εγώ/ στο πλήρωμα του χρόνου
 που το’φεραν οι άλλοι; Μια φράση επιλόγου είμαι.
                                                                    (Θεοδώρα η Μικρή)
Όμως και σε άλλα ποιήματα τις συλλογής συναντάμε αντίστοιχα χαρακτηριστικά όπως: 

Μαλάκωσε ο θάνατος
Και δεν περιφρουρεί καλά τα’ αλώνια του.
Στήσανε κάμερες πάνω και κάτω,
Ψόφος ή πέταγμα
Δεν τους ξεφεύγει∙
και ίσως δέκτες υψηλής ευκρίνειας
να δείξουν την ψυχή∙
ζελές με μάτια που κολυμπάει στον αέρα.
Πήχτρα ζελέδες ο αέρας,
Στους τοίχους κολλημένοι, στα ταβάνια,
Μάτια που δεν βλέπουμε μας βλέπουν,
Το μόνο που μπορούνε
                                               (Το πείραμα)

 Στα αποσπάσματα που προηγήθηκαν, αλλά και στα υπόλοιπα ποιήματα η γλώσσα της Χ.Π. κινείται ανάμεσα στην ευρηματικότητα, την ειρωνεία, την καταγγελία, το λογοπαίγνιο και την  αποστασιοποιημένη περιγραφή κατάστάσεων. Έτσι η γλώσσα το ύφος και το περιεχόμενο των ποιημάτων της συλλογής γίνονται ο καθρέφτης που πάνω του καθρεφτίζονται η συναισθηματική και υπαρξιακή ταυτότητα της ποιήτριας και παράλληλα το όχημα για μια ουσιαστική επικοινωνία με τον αναγνώστη. 
***

Ο Γιώργος Ξανθάκος γράφει για τους: Wolfgang Koeppen, Ιωσήφ Βεντουρα, Νίκο Μυλόπουλο, Γιάννη Γ. Μασμανίδη



Wolfgang Koeppen*, Οι απόγονοι της Σαλαμίνας ή Οι βαρύθυμοι Έλληνες, μετάφραση Νίκη Eideneier, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2009

Καλοκαίρι του 1961. Ένας  σπουδαίος Γερμανός συγγραφέας, ο Wolfgang Koeppen (1906-1996), επισκέπτεται την Ελλάδα και γράφει ένα οδοιπορικό, καταρχήν για το (γερμανικό) ραδιόφωνο. Από τον παραπάνω τίτλο, όμως, αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν πρόκειται για μια απλή περιγραφή τόπων και ηθών, αλλά για βαθύτερη ματιά στην Ελλάδα (και κυρίως στην Αθήνα) του 1961, σε σχέση με την αρχαία και πάντα παρούσα, κατά τον Koeppen, ιστορία της.
Σ’ ένα τομίδιο πενηντατεσσάρων σελίδων, στην ελληνική έκδοση, (το γερμανικό κείμενο τυπώθηκε το 1986, και κυκλοφόρησε ως βιβλίο τσέπης το 2000), ο K. θέτει με γλαφυρό, καταιγιστικό, πολλές φορές ρυθμό, (θυμίζω ότι το κείμενο είχε γραφτεί για να ακουστεί από ραδιόφωνο), ό,τι βλέπει και σκέφτεται, για την Αθήνα, τους κατοίκους της, την Ακρόπολη, την Πλάκα, την Ομόνοια, το Σούνιο, τα προάστια, τον Πειραιά και στη συνέχεια, πολύ πιο σύντομα, για το Άργος, τις Μυκήνες, τη Σπάρτη, τους Δελφούς.
Δύο είναι οι βασικές συνιστώσες της ματιάς του συγγραφέα. Καταρχήν, η νίκη των Ελλήνων στη μάχη της Σαλαμίνας, γέννησε τη σημερινή, πολυσυζητημένη Δύση, αποστασιοποιώντας τους Αθηναίους της εποχής του Περικλή, από την Ανατολή και «[…] σε μια παγκοσμίως αποφασιστική στιγμή, από την τυραννίδα».
Δεύτερον, η Ακρόπολη και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν πρέπει να διαβάζονται από τους ξένους διανοούμενους, με εξιδανικευτικό, ρομαντικό τρόπο, αλλά με τη σκέψη στραμμένη στην τραγωδία, στον τραγικό χαρακτήρα που ενέχουν: «Από το ύψος της Ακρόπολης έβλεπα τη Σαλαμίνα, το νησί, μια γκρίζα σκιά […]. Το μάρμαρο, τα θεμέλια, οι κίονες, η στοά, ο σηκός του Παρθενώνα. Ραγίσματα από σεισμούς, ραγίσματα απ’ τον ήλιο, […]. Ο αέρας σηκώνει φούστες, ράσα, ζακέτες, καπέλα […]. Μια ιδέα αιωνιότητας και, πολύ πιο χειροπιαστή, η συνείδηση του εφήμερου. Χαρά και θλίψη. Καράβι που εξόκειλε, μα καράβι του Δία. Αυτά τα ερείπια δεν είναι διόλου ρομαντικά. Είναι τραγικά. Όλοι οι δικοί μας κλασικοί γνώρισαν την αρχαιότητα μόνο στην ιταλική της μεταμόρφωση. Ο Γκαίτε δεν πήγε ποτέ στην Ελλάδα, ο Βίνκελμαν δολοφονήθηκε στην Τεργέστη. Ίσως ο Βίνκελμαν, κατά την επιθανάτια ώρα του, να αναγνώρισε το τραγικό πρόσωπο της ωραιότητας.»     
Κατά τον K., η Αθήνα του 1961 είναι μια Δυτική πρωτεύουσα, με έντονα στοιχεία επαρχιωτισμού. Και οι νεοέλληνες είναι «βαρύθυμοι», δεν παίρνουν τίποτε «ελαφρά». Ή Αθήνα είναι «ο κήπος του μύθου», μέσα στον οποίο, το 1961, φύονται η σύγχρονη επίδειξη δυτικού τύπου, από τη μια, και η μιζέρια της φτώχειας, από την άλλη.
Ο συγγραφέας-περιηγητής «βλέπει» τον Δία στο πρόσωπο ενός γυρολόγου που πουλάει σφουγγάρια, «ακούει» τη γλώσσα του Ομήρου πίσω από τ’ ανοιχτά, αλλά σκεπασμένα με ύφασμα, παράθυρα της Πλάκας. Το κοντοκουρεμένο κεφάλι ενός δραστήριου, ψυχρού επιχειρηματία-εστιάτορα, του θυμίζει έναν Γερμανό λοχία.
Στον Πειραιά, που είναι «[…] η Ελλάδα της θάλασσας, των νησιών, των πόλεων-μητροπόλεων ως τη Μικρά Ασία, την Αφρική, τις Στήλες του Ηρακλέους […], η καρδιά του αρχαίου κόσμου, […] που ακόμα χτυπάει», καταφθάνουν, με πλοία, οι κάτοικοι των νησιών: «[…] είναι το παρελθόν που αφικνείται, ο κλασικός λαός, τα τέκνα των θεών, συχνά σε κουρέλια, σχεδόν ποτέ με τοπικές ενδυμασίες, ως επί το πλείστον τυλιγμένα στα πιο άθλια ρούχα, αλλά με τι πρόσωπα, έχουν προλάβει ν’ αντικρύσουν στα νησιά τους, στη θάλασσά τους, τον Απόλλωνα, και οι μαυροφόρες γυναίκες έχουν συναντηθεί με τις Ευμενίδες, κι ο παπάς που δεν λείπει από κανένα φορτίο καραβιού, αγγίζει κάθε λίγο τον σταυρό του, όπως σε ένα προχριστιανικό μυστήριο. Κουβαλούν μαζί τους λίγα πράγματα και η φτώχεια τους δίνει σημασία στα πλάσματα του θεού μόνο σε σχέση με την τιμή τους στην αγορά. Κότες […], κατσίκες, αρνιά, κουνέλια για το τραπέζι της πόλης, ανταλλάξιμα με τα προϊόντα της βιομηχανίας και της διαφήμισης. Οι άνθρωποι των νησιών ξέρουν πολύ καλά ότι εξαπατώνται, μα υποτάσσονται όπως και οι πρόγονοί τους, οι προπάτορές μας, στην ανέντιμη πορεία του κόσμου. Τι καλοσωρίσματα! Η οικογένεια θριαμβεύει.»
Η αρχαία τραγωδία, παρούσα στα πρόσωπα, αλλά και το εμπόριο, τα ζώα ως ανταλλάξιμα προϊόντα, ως τιμή στην αγορά, η υποταγή των παραγωγών στην ανέντιμη πορεία του κόσμου, και μαζί ο θρίαμβος της οικογένειας.
Έτσι μας (τους) είδε τότε, στα 1961, ο K. Το κείμενό του είναι πυκνό, μαρτυράει τη στόφα ενός σπουδαίου λογοτέχνη, άξιο να διαβαστεί τώρα, μέσα σε όλα όσα ζούμε, προς προβληματισμό και επίγνωση, του πώς η κληρονομιά των τραγικών και ο μετεωρισμός μας, ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, αντί να μας κάνουν να συνθέσουμε δημιουργικά, αλλά και ορθολογικά, μια ανελικτική πορεία, μας οδήγησε, με τη συστηματική «βοήθεια» της Δυτικής, αγοραίας παγκοσμιοποίησης, στο σημερινό αδιέξοδο.

Wolfgang Koeppen (1906-1996) είναι σημαντικότατος γερμανός μεταπολεμικός πεζογράφος, με πλούσιο έργο και πολλά λογοτεχνικά βραβεία. Οι απόγονοι της Σαλαμίνας ή Οι βαρύθυμοι Έλληνες είναι το πρώτο βιβλίο του που κυκλοφορεί στην Ελλάδα. Η μεταφράστρια, Νίκη Eideneier, πριν από το κείμενο του Koeppen, παραθέτει ένα εκτενές σημείωμα για τον σπουδαίο, ωστόσο εν πολλοίς άγνωστο, στην  Ελλάδα, γερμανό συγγραφέα.

**




Ιωσήφ Βεντούρας, Κυκλώνιο, Μελάνι, 2009

Η λέξη κυκλώνιο παραπέμπει στο δηλητηριώδες υλικό «Zyklon B», το οποίο οι Ναζί χρησιμοποιούσαν για τη δολοφονία των εγκλείστων στο Άουσβιτς, με βιομηχανικό τρόπο. Η λέξη παραπέμπει επίσης στην καταστροφική θύελλα, που ονομάζουμε, στη Μετεωρολογία, κυκλώνα.
Το ποίημα Κυκλώνιο είναι μια αποσπασματική αφήγηση ενός επιζήσαντος από το ολοκαύτωμα. Τα αποσπάσματα-μέλη του ποιήματος εκφέρονται σε τρίτο πρόσωπο, που εναλλάσσεται, ορισμένες φορές, με πρώτο, γιατί στην προσωπικότητα του αφηγητή, δημιουργείται μια σχάση, ώστε να φαίνεται ότι μιλάει για τις μνήμες κάποιου Άλλου, που πορεύτηκε δια μέσου του κυκλώνα, όχι για τις δικές του: «[…] Όμως δεν ήμουνα εγώ αυτός που διάβηκε την πύλη / άλλος ήταν /[…] Ήταν ο άλλος μες στον χρόνο / Φυλάκιζε στην όψη του τα βλέμματα / και υποψιαζόμουν ένα σύνορο / […] Ποιος μου επέτρεψε να τον ληστέψω / […] Σκιά του ήμουν που τρέκλιζε / στα βράχια 
Το κεντρικό ζήτημα είναι ακριβώς η μνήμη ενός τόσο αποτρόπαιου ιστορικού γεγονότος, και το πώς μπορεί κάποιος να την αντέξει, μαζί με τις ενοχές για την ατομική του σωτηρία. Να την αντέξει, να την εκφέρει –προσπαθώντας να λυτρωθεί από αυτήν–, αλλά  συγχρόνως και να τη διατηρήσει, για τον ίδιο και τους επερχόμενους: «Έτσι κοιτάζεις το μέλλον / Δοκιμάζεις τα χέρια σου / στον τέντζερη της προσφυγιάς /    Χόρτο πικρό που βλάστησες / τη Μνημοσύνη να ονοματίζεις / και το Ασύλληπτο που την κάρπισε», και: «[…] Ε λ ε ο ν ώ ρ α / ανάκλαση / στο χώμα από άλμη /     ε- λ έ ο ν / ώ ρ α». Τελικά, «Και αν θαφτούν στη λήθη εκείνες οι εποχές / η τελευταία τους πνοή μας χαιρετάει / Και αν πνιγούν στο πέλαγος οι στάχτες σιωπές / ίδιος θα είσαι γυρολόγος που γυρνάει […]»     
Ο Ιωσήφ Βεντούρας, με καίριο τρόπο και σύγχρονο ποιητικό ύφος μιλάει για την εξολόθρευση των Εβραίων της Ευρώπης και της Ελλάδας, στα στρατόπεδα θανάτου των Ναζί. Στους στίχους του Κυκλώνιου, υπάρχουν παραπομπές στο Δευτερονόμιο, στη Γένεση, σε σύμβολα καθώς και σε ακολουθούμενα τυπικά της Εβραϊκής θρησκείας. Όμως, στο ποίημα υπάρχουν και αναφορές που παραπέμπουν γενικότερα στην υπαρξιακή αγωνία κάθε ανθρώπινου όντος, μέσα σε ζοφερές συνθήκες: «Ξέφευγαν κοπάδια τα ψάρια / έσκαβαν / έσκαβαν τη ρευστότητα / ξεγλιστρούσαν από σχισμές / χάνονταν / προσπαθούσαν το ασύλληπτο».   
Σε προηγούμενο ποιητικό του βιβλίο (ΤΑΝΑΙΣ, Γαβρηιλίδης, 2001), ο Ιωσήφ Βεντούρας έχει αναφερθεί στο δράμα της εξόντωσης των εβραίων της Κρήτης από τους Γερμανούς κατακτητές. Σημειώνουμε, ακόμα, ότι ο Ι.Β. διευθύνει το ελληνικό ηλεκτρονικό περιοδικό Poeticanet (www.poeticanet.gr) και την αγγλική ιστοσελίδα www.poeticanet.com. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Εβραϊκά και Σερβικά. Επίσης, ο ίδιος έχει μεταφράσει ποιήματα των τροβαδούρων,  των Εβραίων ποιητών του Μεσαίωνα, της Nelly Sachs και του Jerome Rothenberg. 

**


Νίκος Μυλόπουλος, Ξημερώνει στο γέλιο σου, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 2011.

Η παραπάνω ποιητική συλλογή αποτελείται από δύο μέρη, Ξημερώνει στο γέλιο σου (12 ποιήματα) και Ο διεσταλμένος χρόνος (26 ποιήματα). Οκτώ ποιήματα του πρώτου μέρους και δέκα του δεύτερου έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Η παρέμβαση, ΕΝΕΚΕΝ, ΠΑΡΟΔΟΣ, Προκυμαία, [δε]κατά, Πανδώρα, Εμβόλιμον.
Ο λόγος αρθρώνεται κυρίως σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και αφορά δύο εραστές. Αφηγητής είναι ο άντρας, που φορές μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, για τον εαυτό του, και σε δεύτερο, για τη γυναίκα.
Το κεντρικό θέμα είναι η περιπέτεια αυτών των δύο αρχετύπων-εραστών, που προσπαθούν να ζήσουν και να διασώσουν τον αυθεντικό, βαθύ Έρωτα, ενάντια στον Χρόνο. Οι δύο πρώτες στροφές του πρώτου ποιήματος, με τίτλο Αλλαγή πλεύσης, σηματοδοτούν το κυρίαρχο δίπολο: «Ασίγαστη πεταλούδα ο χρόνος / Αργοσαλεύει πολύχρωμα φτερά / Με πύρινο ρουφώντας στόμα τη μοναξιά μας / Στεφάνι τάζοντας στο παντοτινό» και «Όποιο αστέρι κι αν σηκώσω / Θα κυλήσεις απάνω μου.»
Το πρώτο μέρος της συλλογής είναι ένα ταξίδι επίγνωσης. Τι έγινε στο παρελθόν; Ποια ζωτικά εφόδια χάθηκαν, είτε από υπαιτιότητα των δύο όντων που υποστασιοποιούνται στο «εμείς» του αφηγητή είτε εξαιτίας της συμπεριφοράς των άλλων, όσων τους περιβάλλουν, στη μάχη του έρωτα με τον χρόνο; Και πώς διαχειρίζονται οι δύο εραστές αυτές τις απώλειες, στο παρόν; Με ποιον τρόπο αντιδρούν στη φθορά;
«Αποδειχθήκαμε ακούραστοι στην αναζήτηση της αλλαγής / Με τη μνήμη μοχλό να σηκώνει τα κύματα / […] Αντλώντας απ’ το βυθό σκόρπιες σταγόνες παιδικότητας / Κι αυτή η αιωνιότητα της στιγμής μας έκανε άτρωτους / Στην ατέρμονη φθορά τόσων χαμένων ονείρων», και παρακάτω: «[…] ανοίγαμε μεγάλα παράθυρα σε πόλεις μικρές / Για να θροΐζει το κενό στις ψυχές των ανθρώπων.  / […]Ενώ οι φίλοι ενθύμια από χρονολογίες περασμένες / Δολοφονούσαν μ’ ένα χαμόγελο τρίγωνο / Το ανήμπορο βλέμμα των πληγωμένων. /    Ήμασταν πια πλούσιοι γιατί είχαμε να θυμηθούμε πολλά / Έναν κόσμο υπαινιγμό μέσα στον κόσμο τους.» (Ανύπαρκτη ευρυμάθεια).
Στα ποιήματα Βαρόμετρο ελευθερίας, Ηλιοφάνεια  σ’ όλο το σώμα, και Η τελευταία εκδοχή, το ταξίδι επίγνωσης ολοκληρώνεται, ο χρόνος που φθείρει και καταστρέφει μπορεί πλέον να εκληφθεί διαφορετικά, να μετατραπεί σε αέναο ερωτικό παρόν, μια που τα δεσμά, με τα οποία οι δύο εραστές επέλεξαν να δεθούν μεταξύ τους, μυρίζουν ελευθερία, και ο θάνατος των εποχών δίνει τη θέση του στη διάρκεια της συντροφικότητας: «[…] Αλλάζει η ζωή και πια δεν μοιράζεται / Αλλάζει η ζωή και πια δεν υπάρχει. /     Όμως ποιος πίστεψε ότι μπορεί εμείς οι δυο να χωριστούμε; / Δεμένοι μ’ αλυσίδες βαριές, σχεδόν ασήκωτες / Με τόσες ατέλειες ώστε να μοιάζουμε ιδανικοί / Ευωδιάζουμε ελευθερία / Γιατί η ζωή ταιριάζει με οργασμό / Που πεθαίνει πάντοτε στην ολοκλήρωση / Ίσως γιατί δεν υπάρχουν ποτέ εποχές / Παρά μόνο συναπαντήματα.»
Στη συνέχεια, προετοιμάζεται το καινούργιο ταξίδι, με μια απορία: «[…] η λαχτάρα για το ακατόρθωτο / Μας έκανε ν’ ανταμώσουμε και να τα χάσουμε όλα. /    Προς τα πού λοιπόν θα βαδίσουμε / Αφού κάψαμε μόνοι μας όλους τους χάρτες;».         
Το δεύτερο μέρος είναι το ταξίδι της αναζήτησης. Ο χρόνος πλέον δεν υπάρχει, ως αλλότρια, εχθρική οντότητα. Υποστασιοποιείται στους ίδιους τους δύο εραστές: «[…] Φτιαγμένοι από αέρα συμβολίζαμε τον καιρό / […] Βρισκόμασταν ήδη στο χείλος των ημερών που επιλέξαμε / Ζητώντας μέσα τους όχι το χρόνο αλλά τον πόθο[…]» (Το χρώμα της αναζήτησης).
Έτσι, με το διεσταλμένο, ερωτικό παρόν σύμμαχό τους, το επίπονο και τολμηρό ταξίδι πραγματώνεται από θέση ισχύος, ένα ταξίδι μόνο για δύο, επικίνδυνα μοναχικό αλλά τελεσφόρο στην κατάκτηση της ονειρικής ουτοπίας, έστω κι αν ορισμένες φορές, το «χτες» δείχνει ξανά τα δόντια του.  
«Με φώτα γραμμής σκοτώναμε τη νύχτα / […] Οι καθρέφτες χλωμοί μα μέσα τους έλαμπε / Το τίποτα που λαχταρούσαμε.» (Καινούργιο ταξίδι)
«Στιγμές απ’ την προσωπική μας αποκάλυψη / Τόσες πολλές που φτιάξαν μιαν αιωνιότητα / Με την ελπίδα ένα τεράστιο κλειδί / Να τρεμουλιάζει ανάμεσα σε χαλασμένες πόρτες.» (Μικροί θεοί)
«Στις γειτονιές των ονείρων / Ο χρόνος πια ξαποσταίνει ξυπόλητος.» (Στις γειτονιές των ονείρων).
Κάθε ποίημα της συλλογής χωρίζεται συνήθως σε τρία ή τέσσερα μέρη, είναι μια μικρή ιστορία-μέλος ή συμπληρωματική εκδοχή – παραλλαγή της συνολικής αφήγησης. Ο ρυθμός είναι στιβαρός, ελεγχόμενος. Τολμηρές και εκτενείς μεταφορές, που αισθητοποιούν το ποιητικό αφηγηματικό νόημα. Η γλώσσα σημαίνει, χρησιμοποιώντας προσεγμένες λεκτικές ακολουθίες, παρηχήσεις, εικόνες που υποστασιοποιούν τον ονειρικό-συμβολικό χώρο, στον οποίο ταξιδεύουν οι δύο πρωταγωνιστές, μετατρέποντάς τον σε πραγματικό πεδίο δράσης του εξεγερμένου έρωτα. Άλλωστε, οι δύο εραστές είναι ιδεατά αλλά ταυτόχρονα, σαρκωμένα, ποιητικά, όντα.
Πρόκειται για ένα έργο, που διερευνά, στο σήμερα, τις δυνατότητες ενός, θα έλεγα, δραματοποιημένου-λυρικού υπερρεαλισμού, απομακρυσμένου –προς άρση παρεξηγήσεων– από κάθε ερμητισμό. Τελικά, ο Νίκος Μυλόπουλος μας προσφέρει ένα, από πολλές απόψεις, ενδιαφέρον, νεωτερικής έμπνευσης, έργο.

**


Γιάννης Γ. Μασμανίδης, Διασάφησις, Θερμαϊκός, Θεσσαλονίκη, 2010

«Με αργές βαθιές ανάσες / Το βάθος των απωλειών / Καταχωρώ». Από το μότο της ποιητικής συλλογής Διασάφησις, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Γ.Μ. –δια μέσου του αφηγητή κάθε ποιήματος–  καταδύεται στο βάθος μιας θάλασσας απωλειών, με σκοπό να διασαφήσει και να καταχωρήσει τις ποικίλες και οδυνηρές μορφές των. Αυτό γίνεται με τρίπτυχα, δηλαδή με τρία  ποιήματα σε κάθε μία από τις 14 διασαφήσεις, οι οποίες αποτελούν το σώμα της συλλογής, και αναφέρονται σε απολεσθέντα πρόσωπα, σχήματα, αντικείμενα, καταστάσεις, έννοιες. Οι τίτλοι το δηλώνουν ολοφάνερα: Διασάφησις, των απολεσθέντων, της εγκατάλειψης, του απόντος, των σβησμένων μορφών κλπ.
Οι στίχοι εκφέρονται με αργό, συγκοπτόμενο ρυθμό, (αργές, βαθιές ανάσες), αποτελούνται από λίγες, πολλές φορές και από μία ή δύο λέξεις: «Με διαρκή / Μαθητευόμενο πόνο / Τα απολεσθέντα / Παρατηρώ» (Διασάφησις, των απολεσθέντων).
Ο εκάστοτε αφηγητής μιλάει συνήθως σε πρώτο πρόσωπο. Εκθέτει, με ελεγειακή, αλλά όχι μελό διάθεση, προσπαθώντας να εμβαθύνει, σκέψεις, αισθήσεις, εντυπώσεις, εικόνες. Καταγράφει μνήμες της απώλειας: «Περνάνε τα χρόνια    / Κρέμονται στα τραμ / Σε βαγόνια παλιών / Αμαξοστοιχιών    / Σαν μακρινά ποτάμια[…]» (Διασάφησις, της άνυδρης γης – Περνάνε τα χρόνια).
Ο ποιητής γνωρίζει ότι αυτό που έχει απολεσθεί, έχει φύγει για πάντα. Όμως, μπορεί να καταγράψει τον θάνατό του, κρατώντας το έτσι στη μνήμη: «Τα υλικά / Της απόγνωσής μας / Θρυμματίζει / Ο θάνατος    / Ωραίος κι ο θάνατος / Σαν κλείνει / Αθόρυβα / Την πόρτα» (Διασάφησις, των απολεσθέντων – Όπως).
Καθώς καταγράφει, δεν παύει να ανταγωνίζεται τα σχήματα και τη διαδικασία της απώλειας, την ίδια στιγμή που θέλει να οχυρωθεί, να μην ξανα­εκτεθεί σ’ αυτήν: «Ορκίστηκα /    Να μην ονειρευτώ / Ξανά / Νύχτες δίχως μνήμη / Προσδοκώ / Τη βάναυση αποτρέπω / Ευγλωττία των λέξεων /    Πόθοι και σκιές / Επισκέπτες / Απρόσμενοι / Γυρνούν /    Μαίνεται καταιγίδα / Έξω /    Γνέφω να δέσει / Κάβο στη στεριά / Το όνειρο /    Διάφανη σταγόνα / Που ακόμα / Ταξιδεύει» (Διασάφησις, των σβησμένων μορφών – Ορκίστηκα).
Στον χαμένο αγώνα ενάντια στη φυγή, ακούγονται εσωτερικές «κραυγές», με μία μόνο επανάληψη της κατάλληλης λέξης, εκεί ακριβώς όπου χρειάζεται: «Γέρικα μάτια / Θορυβούν / Άδεια μυρμηγκοφωλιά /[…] Φύγανε όλοι /         Όλοι» (Διασάφησις, των ρυτίδων και των σχισμών).   
Την πορεία που χαράζει ο αμείλικτος χρόνος, για πρόσωπα και πράγματα που κάποτε υπήρξαν και αγαπήθηκαν, επιταχύνει και κάνει πιο επώδυνη ο ανάλγητος κόσμος, που καταργεί τη μνήμη: «Ο κόσμος δε θ’ αλλάξει/[…] Υπερασπίζεται τους περιττούς /    Απορρίπτει τους γέρους /[…] Διερευνητικά τα φώτα / Των ασθενοφόρων τη νύχτα / Περιπλανιούνται αβέβαια/ Στον κόσμο[…]» (Διασάφησις, του άλλου προσώπου – Ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει).
Γι’ αυτό, ο ποιητής εξεγείρεται και προσπαθεί να ξυπνήσει συνειδήσεις: «Τις άγριες νύχτες/ Σε αυγινές ώρες / Με το μπαστούνι / Φανοστάτες / Καταστρέφω /    Με άγρυπνη ματιά / Συντηρώ / Τον πειρασμό» (Διασάφησις, της παραπλάνησης – Ανάμεσα).
Πρόκειται για ένα ποιητικό έργο ωριμότητας. Ο Γ.Μ. ελέγχει σαφώς τα εκφραστικά του μέσα: με μικρές φόρμες, φτιάχνει ένα πολυεπίπεδο ψηφιδωτό στιγμών, προσώπων, αισθήσεων. Οι χαμηλοί τόνοι και η φιλοσοφημένη στάση του ενέχουν παράλληλα διαμαρτυρία, οργή, δοσμένη με φωνή που υψώνει την έντασή της όσο ακριβώς χρειάζεται, ώστε να γίνει η «έκρηξη» στον ψυχισμό του αναγνώστη, αποφεύγοντας φθαρμένες, ανενεργές εκφράσεις.  
Το τελευταίο ποίημα της συλλογής έχει τίτλο Του τέλους, και αποτελεί πράγματι μια τελική, μετά τα 14 τρίπτυχα-διασαφήσεις, αποτίμηση της έννοιας απώλεια.
                         

***