Π ε ζ ο γ ρ α φ ί α


________________________________________________
Πανδώρα, τεύχος 24
_________________________________________________________________________________________________________________________________________________

                                                                                
Luigi Pirandello

Όταν το κατάλαβε
Διήγημα
Μετάφραση, Γιώργος Ξανθάκος

ι επιβάτες που είχαν φτάσει από τη Ρώμη, με το βραδινό τρένο, στον σταθμό του Φαμπριάνο, έπρεπε να περιμένουν εκεί μέχρι το πρωί, για να πάρουν ένα άλλο, αργό, μικρό, ξεχαρβαλωμένο τρένο και να συνεχίσουν το ταξίδι τους στα ενδότερα της περιφέρειας Μάρκε.
Το πρωί, μέσα σ’ ένα βρώμικο βαγόνι δεύτερης θέσης, που είχε ήδη καταληφθεί από πέντε ταξιδιώτες, είχε σπρωχτεί περίπου σαν φορτίο, μια γυναίκα εγκαταλειμμένη στην απελπισία, που δεν την κρατούσαν πια τα πόδια της.
Το πρώτο φως, ρίχνοντας τη σκληρή του ωχράδα στο πνιγηρό, ποτισμένο με κάπνα, βρωμερό βαγόνι, την έκανε να φαίνεται σαν εφιάλτης –ένα συνονθύλευμα από ασουλούπωτα ρούχα– στους πέντε ταξιδιώτες που είχαν περάσει άυπνοι τη νύχτα, αξιολύπητη, καθώς είχε σπρωχτεί ν’ ανέβει, βογκώντας και ξεφυσώντας, πρώτα στην αποβάθρα και μετά στα σκαλιά του τρένου.      
Τα λαχανιάσματα και τα βογγητά που συνόδευαν τη γυναίκα, και σχεδόν υποστήριζαν από τα νώτα την προσπάθειά της, ακούγονταν από τον σύζυγό της, που τελικά ξεπρόβαλε, λεπτός και ντελικάτος, κάτωχρος σαν πεθαμένος· ωστόσο, τα μικρά του μάτια έσφυζαν από ζωντάνια, λάμποντας μέσα στη χλωμάδα του.      
Η στενοχώρια να βλέπει τη σύζυγό του σ’ αυτή την κατάσταση, δεν τον εμπόδιζε, ακόμη και μέσα στη μεγάλη του σύγχυση, να φέρεται ευγενικά· άλλωστε, η έντονη προσπάθεια που είχε προηγηθεί, ήταν εμφανές ότι τον είχε κάπως εκνευρίσει, ίσως γιατί φοβόταν πως δεν είχε αποδείξει, πέρα για πέρα, μπροστά στους πέντε επιβάτες, ότι είχε κάνει όλα όσα μπορούσε, προκειμένου να στηριχτεί το βαρύ φορτίο της συζύγου του και να σπρωχτεί μέσα στο βαγόνι.
Παρότι οι θέσεις ήταν πιασμένες, οι συνταξιδιώτες είχαν μετακινηθεί αμέσως, για να κάνουν χώρο στην κυρία που υπέφερε· έτσι, μετά από συγγνώμες κι ευχαριστίες προς εκείνους, ο σύζυγος μπόρεσε να φανεί και στη γυναίκα του περιποιητικός και φιλοφρονητικός· έστρωσε πάνω στους ώμους το φόρεμά της και τον γιακά της μπέρτας, που είχε ανέβει ως τη μύτη της.   
«Είσαι εντάξει, καλή μου;»
Η σύζυγος, όχι μόνο δεν του απάντησε, αλλά σήκωσε πάλι θυμωμένη την μπέρτα της ψηλά –ακόμη πιο ψηλά, ώστε να καλυφθεί στο τέλος όλο της το πρόσωπο. Τότε αυτός χαμογέλασε θλιμμένα· ύστερα, αναστέναξε:  
«Αχ… κόσμε!»
Και θέλησε να εξηγήσει στους συνταξιδιώτες του, ότι έβλεπαν τη σύζυγό του σ’ αυτή την κατάσταση –και να τη συμπαθάνε–, γιατί εντελώς απροσδόκητα, ο μοναδικός τους γιος ήταν υποχρεωμένος ν’ αναχωρήσει αμέσως για το μέτωπο. Είπε πως, τα περασμένα είκοσι χρόνια, δεν ζούσαν παρά μόνο για τον μοναχογιό τους. Την προηγούμενη χρονιά, όταν άρχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, για να μην μείνει μόνος, είχαν μεταφερθεί, από τη Σουλμόνα, όπου κατοικούσαν, στη Ρώμη.
Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, ο γιος τους είχε κληθεί στον στρατό και είχε ενταχθεί στην ομάδα ταχείας εκπαίδευσης αξιωματικών· τρεις μήνες μετά, ονομάστηκε ανθυπολοχαγός του πεζικού και τον κατέταξαν στο 12ο Σύνταγμα, στον λόχο Καζάλε· ύστερα, είχε πάει στη Ματσεράτα*, για να ενταχθεί στην οπισθοφυλακή, με τη διαβεβαίωση ότι θα παρέμενε εκεί τουλάχιστον ενάμισι μήνα, για να εκπαιδεύσει τους νεοσύλλεκτους· μα να, που, όλως αντιθέτως, εντός τριών ημερών, τον έστελναν στο μέτωπο. Την προηγουμένη, στη Ρώμη, είχαν λάβει ένα τηλεγράφημα, το οποίο τους ανήγγελλε την, κατά πλήρη αθέτηση των διαβεβαιώσεων, αναχώρησή του. Και πήγαιναν τώρα στη Ματσεράτα, να τον αποχαιρετήσουν, να τον κατευοδώσουν.  
Η γυναίκα, κάτω από την μπέρτα, αναταράχτηκε, μαζεύτηκε και στριφογύρισε· κάθε τόσο βογκούσε σαν άγριο ζώο. Ήταν εξοργισμένη με τη μακρά εξιστόρηση του συζύγου της, ο οποίος δεν καταλάβαινε ότι καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια δεν μπορούσε να εκμαιεύσει από αυτούς τους ανθρώπους, γιατί, πιθανότατα οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, ήταν στην ίδια με τη δική τους θέση· αντίθετα, θα είχε ερεθίσει τους πέντε ταξιδιώτες, προκαλώντας τους εκνευρισμό και οργή, γιατί αυτοί δεν έδειχναν τόσο αποκαρδιωμένοι και παραιτημένοι όσο η ίδια, στη δυστυχία της, έστω κι αν είχανε κι εκείνοι, ενδεχομένως έναν ή περισσότερους γιους στο μέτωπο. Αλλά, ίσως ο σύζυγός της μιλούσε και έδινε αυτές τις πληροφορίες, για τον μοναχογιό τους, την απρόβλεπτη αναχώρησή του σε τρεις μονάχα μέρες και τα λοιπά, επίτηδες, ώστε να επαναλάβουν οι άλλοι σ’ αυτήν, με ψυχρή απάθεια, όλες αυτές τις εξηγήσεις, λέγοντας ότι ο γιος της πήγαινε στο μέτωπο, αρκετούς μήνες αφότου είχε κληθεί στον στρατό· όχι τόσο για παρηγοριά και κουράγιο όσο για να μεταστραφεί η οργή της σε κάποια εγκαρτέρηση, πράγμα γι’ αυτήν αδύνατο.   
Πράγματι, οι άλλοι άκουσαν την εξήγηση παγερά. Ένας είπε:
«Να ευχαριστείτε τον Θεό, αγαπητέ κύριε, που ο γιόκας σας φεύγει μόλις τώρα για το μέτωπο. Ο δικός μου είναι εκεί από την πρώτη κιόλας μέρα του πολέμου. Και παραμένει, ενώ έχει ήδη τραυματιστεί, ακούτε; –μάλιστα δύο φορές. Από τύχη, μία στο μπράτσο, μία στη γάμπα –ελαφρά. Έναν μήνα σε άδεια, και γρήγορα πάλι στο μέτωπο.» 
Ένας άλλος είπε:
«Εγώ έχω εκεί δύο γιους και τρεις ανιψιούς.»
«Αχ, αλλά ένας, μοναδικός, γιος…» –αποτόλμησε να παρατηρήσει ο σύζυγος.
«Αυτό μην το λέτε, δεν είναι αλήθεια!» –τον διέκοψε εκείνος με αγένεια. «Ξέφτισε, δεν έχει διαφορά, ο ένας και μοναδικός γιος· δεν αγαπιέται καθόλου περισσότερο! Όταν υπάρχουν πιο πολλοί γιοι, ένα κομμάτι απ’ το  ψωμί μας αρκεί για τον καθέναν τους –σωστά; Αλλά όχι κι ένα κομμάτι πατρικής αγάπης· ο πατέρας δίνει, σε κάθε γιο του, ολόκληρη την αγάπη που διαθέτει. Και τώρα, εγώ υποφέρω και για τους δυο μου γιους, αλλά ο πόνος μου δεν κόβεται στη μέση· αντίθετα, είναι διπλός.» 
«Πράγματι, ναι, αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκε, μ’ ένα δειλό χαμόγελο, λυπημένος και αμήχανος, ο σύζυγος. «Αλλά, προσέξτε… (κάνουμε, τώρα, μια υπόθεση που όλοι μας την ξορκίζουμε), ας πάρουμε την περίπτωση… όχι τη δική σας, προς θεού, αξιότιμε κύριε… την περίπτωση ενός πατέρα, που να έχει αρκετούς γιους στον πόλεμο: αν χαθεί (ποτέ να μη γίνει!) ο ένας, θα του μείνουν, τουλάχιστον, οι άλλοι!»
«Ναι, βέβαια· και θα υποχρεωθεί να ζήσει γι’ αυτούς τους άλλους», ισχυρίστηκε αμέσως, σκυθρωπός, εκείνος. «Αυτό σημαίνει ότι, αν, σ’ αυτή την περίπτωση… να μη μιλήσουμε όμως γι’ αυτό, αλλά για έναν πατέρα που έχει έναν μόνο γιο· αν ο γιος του πεθάνει, και η δική του ζωή δεν του προσφέρει πλέον ικανοποίηση, θα μπορεί να πεθάνει κι ο ίδιος· ενώ εγώ, καταλαβαίνετε; Εγώ, αν χαθεί ο ένας μου γιος, έχω χρέος να συνεχίσω να ζω για τον άλλον, που θα μου απομείνει· επομένως, η χειρότερη περίπτωση είναι, όπως και να το κάνουμε, η δική μου!»
«Μα τι κουβέντες!», διέκοψε απότομα ένας άλλος ταξιδιώτης, ένας παχύς άντρας με κόκκινα μάγουλα, στρέφοντας ένα γύρο το βλέμμα του σε όλους· είχε πρησμένα μάτια, ξεθωριασμένα, υγρά, με κόκκινες φλέβες.
Ανάσαινε ασθμαίνοντας. Έδινε την εντύπωση πως, απ’ αυτά τα μάτια, πάλευε ν’ αναβλύσει προς τα έξω, αγκομαχώντας, κάτι βαθύ και βίαιο, μια ζωική, πληθωρική ορμή, που αυτός ο παχύς, γέρος άντρας δεν κατάφερνε πια να συγκρατήσει. Ξαφνικά, κάλυψε το στόμα του μ’ ένα χέρι δύσμορφο, σε μια προσπάθεια να διώξει από το νου του το κενό των δύο δοντιών που του έλειπαν· αλλά ύστερα, έπαψε ν’ ανησυχεί γι’ αυτό και συνέχισε την κουβέντα, αγανακτισμένος:
«Μήπως γεννάμε τους γιους μας για εμάς»;
 Οι άλλοι γύρισαν και τον κοίταξαν έκπληκτοι. Ο πρώτος, αυτός που είχε τον γιο του στο μέτωπο, από την πρώτη μέρα του πολέμου, αναστέναξε:
«Αχ, για την πατρίδα, βέβαια…»
«Αχ», τον μιμήθηκε ο παχύς ταξιδιώτης, «αγαπητέ κύριε, το να απαντάτε έτσι –για την πατρίδα–, μου φαίνεται υποκρισία.

Γιε μου, σ’ έχω γεννήσει
για την πατρίδα κι όχι για μένα…

Παραμύθια! Πότε; Σκέφτεστε την πατρίδα, όταν γεννιέται ένας γιος; Αστείο πράγμα! Οι γιοι γεννιούνται όχι γιατί εσείς τους θέλετε, αλλά γιατί επιβάλλεται να γεννηθούν· και αρπάζονται από τη ζωή· όχι μόνον από τη δική τους, αλλά και από τη δική μας ζωή αρπάζονται. Αυτή είναι η αλήθεια. Εμείς ζούμε γι’ αυτούς· κι όχι, καθόλου, εκείνοι για μας. Και όταν φτάνουν στα είκοσι… μα σκεφτείτε το λίγο, είναι κι αυτοί ακριβώς όπως ήμασταν εσείς κι εγώ, στα είκοσί μας. Υπήρχε η μητέρα μας· υπήρχε ο πατέρας μας· αλλά υπήρχαν και τόσα άλλα πράγματα να μας κακομαθαίνουν: τα κορίτσια, οι καινούργιες γραβάτες, οι ψευδαισθήσεις, τα τσιγάρα… και η πατρίδα, βέβαια, τότε, στα είκοσί μας, όταν δεν είχαμε ακόμη γιους· η πατρίδα, που αν μας καλούσε, θα είχαμε ανταποκριθεί αμέσως· έτσι δεν είναι; Δεν θα τη βάζαμε πιο πάνω απ’ τη μητέρα και τον πατέρα μας; Τώρα, αγαπητοί μου, στα πενήντα, στα εξήντα μας, η αγάπη για την πατρίδα εξακολουθεί, βέβαια, να είναι μεγάλη· αλλά μέσα μας, ασύγκριτα δυνατότερη απ’ αυτή, είναι η αγάπη για τους γιους μας. Ποιος από μας δεν θα πήγαινε, δεν θα έπαιρνε με χαρά τη θέση του γιού του στο μέτωπο, αν μπορούσε; Όλοι μας, βέβαια!
Τότε, γιατί δεν θέλουμε να καταλάβουμε πώς νιώθουν, στα είκοσί τους, τα αγόρια μας; Τα αγόρια μας, που όταν έρχεται η ώρα, υποχρεώνονται να βάλουν, χωρίς ενδοιασμό, την αγάπη για την πατρίδα πιο πάνω από την αγάπη τους για μας; Μιλάω, βέβαια, για τα έντιμα αγόρια, και μιλάω με τόση σιγουριά, γιατί, την ώρα που βλέπουν τον εαυτό τους ως γιο της πατρίδας, βλέπουν κι εμάς επίσης ως γιους της, γηραιούς γιους, που δεν μπορούν πια να αλλάζουν τόπο και πρέπει να μένουν στο σπίτι. Αλλά, αν η πατρίδα υπάρχει, αν η πατρίδα είναι μια φυσική αναγκαιότητα όπως το ψωμί, που το έχουν όλοι ανεξαίρετα ανάγκη, προκειμένου να μην πεθάνουν της πείνας, κάποιος πρέπει να πάει, όταν έλθει η ώρα, να την υπερασπιστεί. Και οι γιοι μας πάνε, στα είκοσί τους, γιατί πρέπει να πάνε· και δεν θέλουν δάκρυα. Δεν τα θέλουν, γιατί αν πεθάνουν, πεθαίνουν μέσα στη φλόγα και τον ενθουσιασμό τους. (Μιλάω, βέβαια, για τα έντιμα αγόρια!).
Λοιπόν, για όποιον πεθαίνει ευτυχισμένος, χωρίς να νιώσει όλη την ασχήμια, την ανία, τη μιζέρια στο πέρασμα αυτής της παλιοζωής, την πικρή γεύση που φέρνει η διάλυση της ψευδαίσθησης… τι καλύτερο να θελήσουμε; Κανείς να μην θρηνεί· να χαμογελάει… όπως δακρύζω εγώ από ευδαιμονία, μάλιστα κύριοι, γιατί ο γιος μου, μου έχει μηνύσει ότι η ζωή του  –η ζωή του, καταλαβαίνετε; αυτή που εμείς οφείλουμε να θεωρούμε ότι ανήκει σ’ εκείνον, κι όχι η δική μας  η δική του ζωή ξοδεύτηκε με τον πιο θαυμάσιο τρόπο που ο ίδιος θα μπορούσε να ευχηθεί, πως πεθαίνει ευτυχισμένος· γι’ αυτό, να μην ντύνομαι στα μαύρα· κι όπως βλέπετε, κύριοι, πράγματι δεν μαυροφορώ.»
Κούνησε, καθώς μίλαγε, το λευκό του πανωφόρι, να το δούνε· τα μελανιασμένα χείλια του, πάνω από τα χαμένα δόντια, έτρεμαν· τα μάτια του, σχεδόν υγρά, δάκρυζαν· και κατέληξε σε δυο ξεσπάσματα γέλιου, που θα μπορούσαν το ίδιο να ακουστούν σαν λυγμοί.
«Ορίστε… ορίστε.»
Για τρεις μήνες, αυτή η μητέρα που ήταν χωμένη κάτω από την μπέρτα, έψαχνε, σε όλα όσα έλεγαν ο σύζυγός της και οι άλλοι, προς παρηγοριά και προτροπή σε καρτερία, μια λέξη, μια μόνο λέξη, που μέσα στη σιγή της βαθιάς της απόγνωσης, θα ξύπναγε μια ηχώ, θα την έκανε να καταλάβει  πώς μια μάνα βρίσκει τη δύναμη να στείλει, με αυταπάρνηση, τον γιο της, όχι βέβαια στον θάνατο, αλλά έστω εκεί που θα διακινδύνευε σοβαρά τη ζωή του. Και δεν είχε ανακαλύψει ποτέ, ανάμεσα στα τόσα και τόσα που είχαν ειπωθεί, ούτε μία τέτοια λέξη. Γι’ αυτό είχε πεισθεί ότι οι άλλοι μιλούσαν, ότι μπορούσαν να της μιλάνε έτσι, για καρτερία και παρηγοριά, μόνο και μόνο γιατί δεν συναισθάνονταν τον πόνο της.
Αλλά τώρα, τα λόγια αυτού του ταξιδιώτη την κατέπλησσαν, δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Μέσα σε μια στιγμή, κατάλαβε πως δεν έφταιγαν οι άλλοι που δεν μπορούσαν να τη νιώσουν· το αντίθετο: η ίδια δεν μπορούσε να αρθεί στο ύψος όλων αυτών των πατεράδων και μανάδων και να νιώσει όπως εκείνοι, που έβρισκαν τη δύναμη να αποδέχονται τη μοίρα τους, όχι μόνο την ώρα που έφευγαν οι γιοι τους για το μέτωπο, αλλά ακόμη και όταν πέθαιναν.
Ανασήκωσε το κεφάλι, τεντώθηκε απ’ τη γωνιά της, προσπαθώντας ν’ ακούσει με μεγάλη προσοχή, τις απαντήσεις που αυτός ο ταξιδιώτης έδινε στις ερωτήσεις των συνεπιβατών, για το πότε και πώς ο γιος του είχε πέσει νεκρός. Ένιωσε έκπληξη, γιατί της φάνηκε, σαν σε όνειρο, ότι βυθίζεται ξαφνικά μ’ ευχαρίστηση, σ’ έναν κόσμο ολοκληρωτικά άγνωστό της, μέσα στον οποίο, τώρα, για πρώτη φορά, της αποκαλυπτόταν ότι οι άλλοι, όχι μόνο κατανοούσαν, αλλά ειλικρινά θαύμαζαν αυτόν τον παχύ άντρα, και του έδιναν συγχαρητήρια, που μπορούσε να μιλάει μ’ αυτόν τον τρόπο, για τον θάνατο του γιου του.
Ύστερα, τελείως αναπάντεχα, μη βλέποντας ανάγλυφο, στην όψη αυτών των πέντε επιβατών, το ίδιο δέος που όφειλε να νιώθει και μέσα της, πραγματικά χωρίς κι εκείνη να το περιμένει, σαν να μην είχε ακόμη, στ’ αλήθεια, αντιληφθεί και καταλάβει απολύτως τίποτα, τινάχτηκε πάνω ρωτώντας τον γέρο άντρα:
«Δηλαδή… δηλαδή ο γιος σου, είναι νεκρός;»
Ο παχύς, γέρος άντρας γύρισε να την κοιτάξει, μ’ εκείνα τα φριχτά μάτια, τα χαραγμένα με άπειρες κόκκινες φλέβες. Την κοίταζε, την κοίταζε, λες κι  εντελώς ακαριαία, με το που στράφηκε σ’ εκείνη, μόλις τότε, μ’ αυτή την ανάρμοστη ερώτηση, άναυδος, την ώρα που έχανε το έδαφος, κατάλαβε εξολοκλήρου ότι ο γιος του ήταν αληθινά νεκρός· φευγάτος για πάντα. Αναμαλλιάστηκε· το πρόσωπό του μίκρυνε, συσπάστηκε φριχτά· άρπαξε καταρρέοντας το μαντήλι από την τσέπη του και, μέσα σε γενική ταραχή, προς κατάπληξη όλων, ξέσπασε σε διαπεραστικούς, σπαρακτικούς, ασυγκράτητους λυγμούς.   


* Η Ματσεράτα (Macerata) είναι πόλη της κεντρικής Ιταλίας και ανήκει στην περιφέρεια Μάρκε (Marche). Βρίσκεται ανατολικά της πόλης Φαμπριάνο (Fabriano), που ανήκει στην ίδια περιφέρεια (Σημ. τ. μ.).